Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
manger selon l'heure de la journée (fr)[Classe]
(cena)[termes liés]
έδω, γευματίζω , τρώω — comer, comerse, jamar, jamarse[Hyper.]
comida - μικρό φτηνό εστιατόριο — restaurante barato - βαγόνι όπου λειτουργεί εστιατόριο, εστιατόριο τρένου, τραπεζαρία τρένου — coche bar, coche-comedor, coche restaurante, coche-restaurante, vagón bar, vagón restaurante - απόδειπνο, γεύμα, δείπνο, δείπνος, μεσημεριανό — cena, comida - βραδινό, δείπνο — banquete, cena - κπ. που γευματίζει — comensal[Dérivé]
κπ. που γευματίζει — comensal[PersonneQui~]
comida - μικρό φτηνό εστιατόριο — restaurante barato - βαγόνι όπου λειτουργεί εστιατόριο, εστιατόριο τρένου, τραπεζαρία τρένου — coche bar, coche-comedor, coche restaurante, coche-restaurante, vagón bar, vagón restaurante - απόδειπνο, γεύμα, δείπνο, δείπνος, μεσημεριανό — cena, comida - βραδινό, δείπνο — banquete, cena[Dérivé]
γευματίζω με — comer[Similaire]
cenar (v. intr.) • tomar la cena (v. intr.) • tomar la comida caliente (v. intr.) • δειπνώ (v.)
-