Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.032s
ψήφος - ψήφιση, ψηφοφορία — comicios, escrutinio, sufragio, votación, voto - δικαίωμα του εκλέγειν, δικαίωμα ψήφου, ψήφος, ψηφοφορία — derecho de sufragio, derecho de voto, sufragio, voto - vote, voter turnout (en) - ψηφοφόροι - εκλογέας, ψηφοφόρος — elector, electora, votante[Dérivé]
ψηφίζω — votar[Domaine]
write in (en) - turn thumbs down, vote down (en) - πλειοψηφό — vencer en una elección - ψηφίζω — balotar, emitir su voto, votar - ψηφίζω[Spéc.]
ψήφος - ψήφιση, ψηφοφορία — comicios, escrutinio, sufragio, votación, voto - δικαίωμα του εκλέγειν, δικαίωμα ψήφου, ψήφος, ψηφοφορία — derecho de sufragio, derecho de voto, sufragio, voto - vote, voter turnout (en) - ψηφοφόροι - εκλογέας, ψηφοφόρος — elector, electora, votante[Dérivé]
ψηφίζω — votar[Domaine]
ψηφίζω (v.)
-