Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
tomarse; beber[ClasseHyper.]
απορροφώ, καταναλώνω, πίνω, παίρνω, τρώω, χρησιμοποιώ — consumir, ingerir, tomar[Hyper.]
γουλιά, κατάποση, ρουφηξιά — trago - πιοτί, πιοτό, ποτό, πόση — beber, bebida - πιοτί, πιοτό, ποτό — bebida, trago - πιοτί, πιοτό, ποτό — bebida, consumición, copa - μέθυσοσ, μπεκρήσ — bebedor - drinker (en)[Dérivé]
empinar el codo - βυζαίνω, εκμυζώ, θηλάζω, πιπιλίζω — chupar, chuparse, sorber - guggle, gurgle (en) - αργοπίνω, ρουφώ με μικρές γουλιές, σιγοπίνω, σιγορουφώ — beber a sorbitos, beber a sorbos, sorber, tomar un pequeño sorbo - engullir - πίνω πλαταγίζοντας τη γλώσσα μου, πίνω ρουφώντας — beber a lengüetadas, lamer, tragar - πίνω μέχρι τέλους, πίνω μέχρι την τελευταία σταγόνα — apurar, beberse, bebérselo todo, vaciar - `κατεβάζω`, πίνω γρήγορα - κατεβάζω μονορούφι, πίνω με μια γουλιά, πίνω σε μεγάλες ποσότητες και γρήγορα — beberse de un trago, beberse en grandes cantidades, beberse rápidamente, tragarse rápidamente[Spéc.]
buvette (fr) - γουλιά, κατάποση, ρουφηξιά — trago - πιοτί, πιοτό, ποτό, πόση — beber, bebida - πιοτί, πιοτό, ποτό — bebida, consumición, copa - μέθυσοσ, μπεκρήσ — bebedor[Dérivé]
buvable (fr)[QuiPeutEtre]
πιοτί, πιοτό, ποτό — bebida, trago[CeQuiEst~]
drinker (en)[PersonneQui~]
drench (en)[Cause]
θηλάζω[Domaine]
beber (v. trans.) • chupar (v.) • mamar (v.) • potar (v.) • sorber (v.) • tomar (v.) • tomarse (v. trans.) • βυζαίνω (v.) • πίνω (v.) • ρουφώ (v.)
-