Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
substance pour nettoyer (enlever les impuretés)) (fr)[Classe]
polir (fr)[termes liés]
usure de quelque chose (fr)[termes liés]
υλικό — material[Hyper.]
τρίβω - για να που χρησιμοποιείται τρίβει επιφάνειες, λειαντικός, πρόχειρος — abrasivo, que pica[Dérivé]
ανθρακορούνδιο — carborundo - ατσαλόσυρμα, συρμάτινο σφουγγαράκι για τις κατσαρόλες, συρματάκι για τις κατσαρόλες — estropajo de acero - emery cloth (en) - γυαλόχαρτο — lija, papel de lija[Spéc.]
τρίβω[Dérivé]
abrasivo (n.m.) • αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τρίψιμ (n.) • αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τρίψιμο (n.) • λειαντικό (n.)
-