Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
ensemble de personnes (fr)[Classe...]
(ψήφιση; ψηφοφορία) — (votación; comicios; escrutinio; voto; sufragio), (elegible)[termes liés]
έθνος, κόσμος, λαός, σώμα πολιτών — nación, pueblo[Hyper.]
εκλέγω — elegir[Dérivé]
εκλεκτορικό σώμα, εκλογική περιφέρεια, εκλογικό σώμα — circunscripción, distrito electoral, electorado - ψηφοφόροι - εκλογέας, ψηφοφόρος — elector, electora, votante[membre]
εκλέγω — elegir[Dérivé]
cuerpo electoral (n.m.) • electorado (n.m.) • εκλογείς (n.) • εκλογικό σώμα (n.)
-