» 

diccionario analógico

κοινό - Χριστιανοσύνη, χριστιανισμός, χριστιανοσύνηcristiandad, cristianismo - church (en) - College of Cardinals, Sacred College (en) - διοίκηση, κυβέρνησηadministración, administración pública, gerencia, gobierno - corps (en) - εκλεκτορικό σώμα, εκλογική περιφέρεια, εκλογικό σώμαcircunscripción, distrito electoral, electorado - colegio, mesa electoral - σχολείοescuela, facultad - πανεπιστημιακή σχολήcolegio, departamento de facultad, facultad - πανεπιστήμιο, πανεπιστημιακή κοινότηταuniversidad - διδάσκοντεςclaustro - representation (en) - αποικία, παροικίαcolonia - ulama, ulema (en) - αρχηγοίcuadro, mando - militia (en) - σύνολο μελώνafiliación - επαγγελματική ομάδαgrupo profesional - αντίσταση - immigration (en) - cuerpo de inspectores, inspectorado - ένορκοι, σώμα ενόρκωνjurado - επιτροπή, επιτροπή κριτών ή συνομιλητών, πάνελcomité, entrepaño, equipo - κλήτευση ένορκου - enrollment, registration (en) - ψηφοφόροι - diaspora (en)[Spéc.]

asociación (n.f.) • comunidad (n.f.) • corporación (n.f.) • cuerpo (n.) • οργάνωση (n.) • σώμα (n.)

-