Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
ensemble de personnes (fr)[Classe...]
κοινωνική ομάδα — grupo social[Hyper.]
κοινό - Χριστιανοσύνη, χριστιανισμός, χριστιανοσύνη — cristiandad, cristianismo - church (en) - College of Cardinals, Sacred College (en) - διοίκηση, κυβέρνηση — administración, administración pública, gerencia, gobierno - corps (en) - εκλεκτορικό σώμα, εκλογική περιφέρεια, εκλογικό σώμα — circunscripción, distrito electoral, electorado - colegio, mesa electoral - σχολείο — escuela, facultad - πανεπιστημιακή σχολή — colegio, departamento de facultad, facultad - πανεπιστήμιο, πανεπιστημιακή κοινότητα — universidad - διδάσκοντες — claustro - representation (en) - αποικία, παροικία — colonia - ulama, ulema (en) - αρχηγοί — cuadro, mando - militia (en) - σύνολο μελών — afiliación - επαγγελματική ομάδα — grupo profesional - αντίσταση - immigration (en) - cuerpo de inspectores, inspectorado - ένορκοι, σώμα ενόρκων — jurado - επιτροπή, επιτροπή κριτών ή συνομιλητών, πάνελ — comité, entrepaño, equipo - κλήτευση ένορκου - enrollment, registration (en) - ψηφοφόροι - diaspora (en)[Spéc.]
asociación (n.f.) • comunidad (n.f.) • corporación (n.f.) • cuerpo (n.) • οργάνωση (n.) • σώμα (n.)
-