» 

diccionario analógico

μηχανική πρέσα - σύνολο εξαρτημάτωνensambladura, ensamblaje - συσκευαστική μηχανή - αριθμομηχανή, κομπιουτεράκι, υπολογιστής, υπολογιστής χεριούcalculador, calculadora, máquina de calcular - μηχανή κυλινδρικής πίεσηςcalandria - ATM, αυτόματη ταμειακή μηχανή, μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, τραπεζική μηχανή άμεσης ανάληψηςcajero automático - Η/Υ, ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστήςcomputador, computadora, ordenador, qualifier - μπετονιέραhormigonera, mezclador de cemento, mezclador de hormigón - μηχανή εμφιαλώσεως - εκκοκκιστική μηχανή - αποκωδικοποιητήςdecodificador, descifrador, descodificador - μηχανή φάρμας - aparato de sellar, franqueadora, máquina de franquear, máquina de timbrar - recogedor - μηχανές, μηχανήματα, μηχανικός εξοπλισμόςengranaje, máquina, maquinaria, mecánica, mecanismo, organización, sistema - εργαλειομηχανήmáquina herramienta, máquina-herramienta - μηχανή για άρμεγμαordeñadora - κινητήραςmotor - μηχανή λιθόστρωσης - αεικίνητον - μηχάνημα τοποθέτησης πασσάλων, μηχανή πασσάλωνmachina, martinete - εκσκαφέαςcavador, excavador, excavadora, pala - εργαλείο μετάδοσης ισχύοςherramienta mecánica - μηχανική πρέσα, πρέσα, στύφτηςexprimidera, exprimidor, prensa, prensa de uva - πιεστήριο, πιεστήριο τυπογραφίας, πρέσα, τυπογραφικό πιεστήριοimprenta, prensa - εκτυπωτής, εκτυπωτική μηχανή, τυπογράφοςimpresora - γραμμόφωνο, περιστρεφόμενη βάση του πικάπ, πικάπ, φωνογράφοςfonógrafo, giradiscos, plato, tocadiscos - αυτός που καρφώνει, πριτσιναδόροςmáquina remachadora, remachador - τροφοδότηςalimentador - εξομοιωτής, προσομοιωτήςsimulador - όργανο τεμαχισμούcortadora, máquina cortadora - κερματοδέκτηςdistribuidor automático, máquina tragaperras - εκχιονιστήρας - διαλογέαςclasificador, separador - γουδοχέριmacillo, majadero, majador, mano de almirez, maza, pilón, pistilo - staplegun, staple gun, tacker (en) - συρραπτικόabrochadora, corchetera, cosedora, engrapador, engrapadora, grapadora - textile machine (en) - μηχανή του χρόνουmáquina del tiempo - trimmer (en) - μηχανή μεγάλης αξιοπιστίας - Zamboni (en) - comber (en)[Spéc.]

αυτοματοποιώ, μηχανοποιώmecanizar, trabajar a máquina - επεξεργάζομαι μηχανικάa máquina trabajar - машинен (bg) - maquinista, mecánico, mécanico[Dérivé]

machinique (fr)[QuiEstFaitDe]

máquina (n.f.) • μηχάνημα (n.) • μηχανή (n.)

-