Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
reclamación; demanda adicional[Classe]
αντίσταση[Hyper.]
protestar[Nominalisation]
διαμαρτύρομαι — hacer objeciones, levantar objeciones, objetar, oponer inconvenientes, oponerse, presentar objeciones - αντιτάσσομαι, αντιτίθεμαι, διαμαρτύρομαι, εναντιώνομαι — oponerse, resistirse - αποδοκιμάζω, εναντιώνομαι, προβάλλω αντίρρηση — objetar, oponerse a[Dérivé]
μποϊκοτάζ — boicot, boicot comercial, boicoteo - απεργία, κινητοποίηση0 - διαδήλωση, επίδειξη — demostración, huelga, manifestación - walkout (en)[Spéc.]
διαμαρτύρομαι — hacer objeciones, levantar objeciones, objetar, oponer inconvenientes, oponerse, presentar objeciones - αντιτάσσομαι, αντιτίθεμαι, διαμαρτύρομαι, εναντιώνομαι — oponerse, resistirse - αποδοκιμάζω, εναντιώνομαι, προβάλλω αντίρρηση — objetar, oponerse a[Dérivé]
protesta (n.f.) • reclamación (n.f.) • διαμαρτυρία (n.) • εναντίωση (n.)
-