» 

diccionario analógico

travailler durement (fr)[Classe]

(difícil; fastidioso; edifícil; exigente; duro), (dificuldade)(ζόρικος; βαρύς; ακατανόητος; κοπιώδης)[termes liés]

ter empregoαπασχολούμαι, δουλεύω[Hyper.]

mão-de-obraδουλειά, εργασία, κάματος - chatice, labuta, maçada, trabalheira, trabalho, trabalho pesadoάχαρη, αγγαρεία, βαρετή δουλειά, δουλειά ρουτίνας, μόχθος, σκλαβιά, σκληρή δουλειά, σκληρή εργασία - castigo, empenho, esforço, exercício, penaάσκηση, επώδυνη προσπάθεια, κόπος, μόχθος, χρήση - empreendimento, emprego, tarefaέργο, εγχείρημα, καθήκον - peão - burro de cargaείλωτας - obreiro, operário, Trabalhador, trabalhador manual - CDF, nerd, nerdiφυτό - labutador, marrão, trabalhadorβιοπαλαίστρια, βιοπαλαιστήσ, κοπιάζων, μοχθών[Dérivé]

στρώνομαι[Spéc.]

labutador, marrão, trabalhadorβιοπαλαίστρια, βιοπαλαιστήσ, κοπιάζων, μοχθών[PersonneQui~]

mão-de-obraδουλειά, εργασία, κάματος - chatice, labuta, maçada, trabalheira, trabalho, trabalho pesadoάχαρη, αγγαρεία, βαρετή δουλειά, δουλειά ρουτίνας, μόχθος, σκλαβιά, σκληρή δουλειά, σκληρή εργασία - castigo, empenho, esforço, exercício, penaάσκηση, επώδυνη προσπάθεια, κόπος, μόχθος, χρήση - empreendimento, emprego, tarefaέργο, εγχείρημα, καθήκον - peão - burro de cargaείλωτας - obreiro, operário, Trabalhador, trabalhador manual - CDF, nerd, nerdiφυτό[Dérivé]

bûcheur (fr)[Qui~]

esforçar-se  • lidar  • trabalhar (v.) • δουλεύω σαν σκλάβος (v.) • δυσκολεύομαι  • εργάζομαι σκληρά ως ανειδίκευτος εργάτης (v.) • κοπιάζω (v.) • μου βγαίνει το λάδι στη δουλειά  • πασχίζω

-