» 

diccionario analógico

notocordio (es) - ctenidium (en) - papo - πρόλοβοσ, στόμαχοσ πτηνούmoela - μαστόςúbere - lateral line, lateral line organ (en) - aleta ventral (es) - preen gland, uropygial gland (en) - καρδιακόςcardíaco - μητρικόσuterino - πνευμονικόσpulmonar - αδενικόςglandular - σύστημα - órgão - anlage, primordium (en) - εσωτερικό όργανοvíscera - εντόσθιαentranhas, tripas, vísceras - αισθητήριος υποδοχέας, υποδοχέαςórgão dos sentidos - αισθητήριο όργανο θερμότητας - ακουστικό σύστημα, σύστημα ακοής - οπτικό σύστημα, σύστημα όρασης - γλωσσίδα, γλωττίδαglote - μάτι, οφθαλμόςolho - σύνθετο μάτι - έσω αυτί, έσω ους, εσωτερικό αυτί - σύστημα λαβύρινθου - αδένας, εκκριτικό όργανοglândula - glándula sebácea (es) - εξωκρινής αδένας - ενδοκρινικό σύστημα - παραθυρεοειδής, παραθυρεοειδής αδέναςparatireóide - επινεφρίδιος αδένας, τα επινεφρίδια - δακρυϊκός αδένας - θύμος αδένας - χοληδόχος κύστηvesícula - πάγκρεαςpâncreas - corazón (es) - λεμφαδένας, λεμφογάγγλιο - νευρικό σύστημαsistema nervoso - κεντρικό νευρικό σύστημαsistema nervoso central - μυαλό - υπόφυσηhipófise - επίφυση, κωνάριο, κωνάριονglândula pineal - εγκεφαλικός φλοιός - νωτιαίος μυελός, χορδήcorda, medula espinal - όργανο αναπαραγωγής - γεννητικό όργανο, εξωτερικά γεννητικά όργαναaparelho reprodutor, genitais, genitália, órgãos genitais, órgãos sexuais, órgãos sexuais externos, partes - μήτραútero - γυναικείος κόλπος, κόλποςvagina - αιδοίο, μουνίboceta, vulva - κλειτορίδαclitóris - αδένας Κάουπερ, βολβοουρηθραίος αδένας - Bartholin's gland, Bartholin's glands (en) - αρχίδι, όρχιςtestículo - πέος, φύση, όργανοmembro, pénis, pila - εργαλείο, καυλί, παπάρα, παπάρι, πουλί, πούλος , πούτσα, πούτσος, τσουτσούνι, ψωλήcaralho, esgotar-se, picha, pinto - λάρυγγαςlaringe - σιελογόνοι αδένεςglândula salivar - παρωτίδες, παρωτίδες αδένες - υπογλώσσιος αδένας - υπογνάθιος αδένας - μαστικός αδένας, μαστόςteta, úbere - βύζι, μαστός, στήθοςpeito, seio, teta - ραχοκοκαλιά, σπονδυλική στήληcoluna, espinha - nariz - κεφάλι, κεφαλή, μυαλόcabeça - ασυνείδητοinconsciente - identidade - σποροθήκηesporângio[Domaine]

-