Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
αφήνω, επιτρέπω - εγκρίνω, επιτρέπω - asentir, conceder, dar, permitir (es) - εκπίπτω, στερούμαι, χάνω δικαίωμα - επιβάλλω φόρο, συγκεντρώνω στρατό - αποκηρύσσω, αποκληρώνω - δίνω, παραχωρώ, χορηγώ - περιβάλλω - εξουσιοδοτώ, κάνω, ορίζω - προάγω - prefer (en) - declare (en) - aprobar, certificar, confirmar, ratificar (es) - βάζω - δίδω προνόμιο - authorise, authorize, empower (en) - αναθέτω, διορίζω, προάγω - υποδουλώνω - επιτρέπω είσοδο, επιτρέπω την είσοδο - περιορίζω - επιβάλλομαι, επιβάλλω, φορτώνω - απελευθερώνομαι - αρχή, εξουσία[Domaine]
-