» 

diccionario analógico

αμάξι, αυτοκίνητο - σκέλος, στάδιο - κενοτάφιο, κενοταφίο - ταξίδι - διαδρομή - οδύσσεια - γύρος, διαδρομή, επίσκεψη αξιοθεάτων, κυκλική διαδρομή, περιήγηση, τακτική περιοδεία - grand tour (en) - on the road, on tour (en) - ταξίδι - ιστιοπλοΐα, κάνω ιστιοπλοϊα, κάνω κρουαζιέρα με κότερο, ταξίδι αναψυχής με γιοτ - γυμνισμός - διαμονή, παραμονή - κατασκήνωση - ενδιάμεση στάση, ενδιάμεσος σταθμός - κλείσιμο θέσης, κράτηση - κάνω, κάνω ωτοστόπ, ταξιδεύω, ταξιδεύω με οτοστόπ - ακομπανιάρω, συνοδεύω, συνταξιδεύω, συντροφεύω - visitar (es) - κάνω κράτηση, κρατώ θέση - aeroestación (es) - βαλίτσα - αποσκευές, αποσκευή - ταυρομαχία - estación de autobuses, terminal de autobuses (es) - βενζινάδικο, πρατήριο βενζίνης - ελικόπτερο - μνημείο - ζωολογικός κήπος - μουσείο - γείσο, γείσωμα, μαρκίζα, περίπτερο - πυραμίδα, πυραμίδα της Αιγύπτου, πυραμίς - σιδηροδρομικός σταθμός - τροχόσπιτο - μουσείο επιστημών - πρατήριο-συνεργείο - κεντρικό κτήριο αερολιμένα, σταθμός μεταφορών, τερματικό, τερματικός σταθμός - exotismo (es) - itinerary, travel plan (en) - άποψη, θέα - campo, fondo (es) - κάμπιγκ, χώρος κατασκήνωσης - εθνικό πάρκο - πάρκο - νεαρός υπηρέτης - guía (es) - αεροσυνοδός - εκδρομέας, επισκέπτης αξιοθεάτων, περιηγητής, τουρίστας - παραθεριστήσ - θαλασσοπόρος, ταξιδευτής, ταξιδιώτης[Domaine]

-