» 

diccionario analógico

οχηματαγωγό πλοίο, φέρι-μποτ, φεριμπότ - επί τη πρύμνη, προσ την πρύμνη, όπισθεν - αεροπλανοφόρο - antifouling (en) - κιβωτόσ - βάρκα - μυοδρόμωνασ, τρισίστιο πλοίο - batiscafo (es) - θωρηκτό - embarcación (es) - αεροσκάφος που μεταφέρει φορτίο, εμπορικό πλοίο, φορτηγό πλοίο - πρόβολος - γέφυρα πλοίου - είδοσ ιστιοφόρου - κρουαζιερόπλοιο, σκάφος αναψυχής - κανό, μονόξυλο - φορτηγό πλοίο - carack, carrack (en) - δίγαστρο, καταμαράν, σκάφος καταμαράν - catboat (en) - tabla central (es) - brazola (es) - esfera de brújula (es) - contenedor, portacontenedores (es) - ελαφρά λέμβοσ - κορβέτα, πλοίο, ταχύ πλοίο - παρατηρητήριο, σκοπιά στο οστό πλοίου - κρουαζιερόπλοιο - dhow (en) - βάρκα πλοίου, κωπήλατη βάρκα, φουσκωτή βάρκα - μονόξυλο - fantail (en) - falucho (es) - fireboat (en) - cubierta de aterrizaje (es) - forestay (en) - galeón, galera (es) - granny, granny knot (en) - κανονιοφόρος - buque hospital (es) - αερόστρωμνο όχημα - σκαρί, σκελετός πλοίου - δικάταρτο πλοίο - Liberty ship (en) - σωσίβια λέμβος - πλοίο ή αεροπλάνο της γραμμής - μεγαλύτερα λέμβοσ πλοίου - πλοίο με τετράπλευρα ιστία - navío (es) - μαρίνα - Mayflower (en) - ναρκοσυλλέκτησ - oar (en) - βυτιοφόρο, δεξαμενόπλοιο, πετρελαιοφόρο - outrigger canoe (en) - πλοίο - patrullera (es) - σκαλμόσ λέμβου - περισκόπιο - barco del práctico (es) - επίστεγο - αποβάθρα, προκυμαία - flat knot, reef knot (en) - buque de vela, yola (es) - ιστιοφόρο - champán, sampán (es) - εκπαιδευτικό πλοίο - ancla flotante (es) - λέμβοσ, σκάφοσ, σκίφ - δουλεμπορικό πλοίο - σλέπι - ηχητικός εντοπιστής, σόναρ - ταχύπλοο σκάφος - διαστημόπλοιο, επανδρωμένο διαστημόπλοιο - ατμόπλοιο, βαπόρι - pigboat, sub, submarine, U-boat (en) - εποικοδομή, εποικοδόμημα, οικοδομή υπερ τησ γησ - missil tierra-aire (es) - λέμβοσ πλοίου, μεγάλη άκατοσ, πλοιάριο - αντιτορπιλικό, ναρκοβόλο, τορπιλλοβόλο - trimarán (es) - τριήρησ - ρυμουλκό - καράβι, ναυς, πλοίο, σκάφος - πολεμικό πλοίο - ναυπηγική κλίνη - ballenero (es) - αλεξήνεμον, παρμπρίζ - πλήρωμα - λοστρόμος - πηδαλιούχοσ λέμβου, τιμονιέρης - ναύτησ των α. ινδίων - ναυτικός - αρχηγός ομάδας, καπετάνιος, κυβερνήτης, λοχαγός, πλοίαρχος - λιμενεργάτης, φορτοεκφορτωτής - επιστάτησ φορτίου - Captain Kidd, Kidd, William Kidd (en) - nudo (es)[Domaine]

-