» 

diccionario analógico

αφηρημέναdistraidamente - ακρωτηριάζω, σακατεύωaleijar - militarily (en) - έπαλξη, έπλαξη, οχύρωμα, προμαχώνας, προπύργιοbaluarte, muralha - έδαφοσ, σχηματισμόσ του έδαφουσárea - παλαιό τουφέκιarcabuz - όλμοςmorteiro - ιππέασ, ιππεύσ, ουσάρος, ουσσάροσhussardo - αποκεφαλίζω, καρατομώdecapitar, degolar - ξίφοςespadim, florete - armed (en) - με προσοχή, προσηλωμέναatentamente, cuidadosamente - άθελά μου, ακούσια, από άγνοια, εν αγνοίαinadveetidamente, sem saber - capitão - λόχοςcompanhia - αφηρημένα, ονειρικάpensativamente, sonhadoramente - εκτελώ, θανατώνω, σκοτώνωexecutar, matar - electronic warfare, EW (en) - εξολοθρεύω, καθαρίζωaniquilar, destruir, exterminar - κατασκοπείαespionagem - arms control (en) - Desert Fox, Erwin Rommel, Rommel (en) - στρατιωτική εκπαίδευση - δράση - αποκλεισμόςcercadura, cerco - άμυναdefesa - επιχείρηση, λειτουργίαoperação - resistance (en) - ασκήσεις, γυμνάσια, στρατιωτικά μανούβρα, στρατιωτική επιχείρησηexercício, manobra - passive air defense (en) - εκστρατείαcampanha - σταυροφορίαcrusada, cruzada - First Crusade (en) - Second Crusade (en) - Third Crusade (en) - Fourth Crusade (en) - Fifth Crusade (en) - Sixth Crusade (en) - Seventh Crusade (en) - misión (es) - εισβολήassalto - αεροπορική επιδρομήataque aéreo - banzai attack, banzai charge (en) - SIGINT, signals intelligence (en) - reconocimiento (es) - exploración, reconocimiento del terreno (es) - βολή, πυρ, πυρά, πυροβολισμόςfogo - κατασταλτικά πυρά - ECM, electronic countermeasures (en) - electronic warfare-support measures, ESM (en) - εσωτερικό οχύρωμα, οχυρό, πρόχειρο φρούριοreduto - πολιορκίαcerco, sítio - ανταγωνίζομαι, δρω στην αντίπαλη πλευράopor-se a - alistado, alistar, enrolado, enrolar, llamar a filas, reclutado (es) - επιτίθεμαι, κάνω επίθεση με σκοπό να σκοράρωatacar - κινητοποίηση, στρατιωτικοποίησηmilitarização - armamento - επανεξοπλισμόςrearmamento - αφοπλισμόςdesarmamento - στράτευση, στρατολογία, στρατολόγησηalistamento, recrutamento - συγκέντρωση - σφήνωμαinterferência - Dien Bien Phu (en) - σφάζω, σφάζω για το κρέαςabater - φονεύωmatar - destroy, put down (en) - βάζω φιλμ, γεμίζω, εξοπλίζω, φορτίζωcarregar, ecarregar, recarregar - civil (en) - προσαρτώanexar - συγκρούομαιempreender, travar combate - αποτελειώνω, δολοφονώ, εκτελώ, ξεπαστρεύω, σκοτώνω, φονεύωassassinar, liquidar - εκτελώ - λιντσάρωlinchar - abrasarse, quemarse (es) - Ακρόποληacrópole, Acrópolis - ναυτικός, που ανήκει στο ναυτικόnaval - arrow (en) - αιχμή βέλουςponta de seta - assault gun, assault rifle (en) - árvore sul africana, azagaia - ατομική βόμβαbomba atómica - automatic firearm, automatic gun, automatic weapon (en) - ballistic pendulum (en) - φρούριο πόληςcidadela - μπαζούκαbazuca - balín (es) - ξύλινο φρούριοpalafita - μουσκέτοbacamarte - σιδερένια γροθιά - espada, sabre - βλήμα, σφαίραbala, cartucho - burp gun, machine pistol (en) - αγοραίο όχημα, ταξίcarro de aluguer, táxi - βλήμα, μπάλα κανονιούbala de canhão - καραμπίναcarabina - cartela (es) - arcobalista - Gran Muralla China (es) - Colt (en) - βαλλίστρα, καταπέλτηςarbaleta, besta - σπάθαcutelo - Excalibur (en) - cimitarra - field artillery, field gun (en) - ελαφρύ όπλο, πυροβόλο όπλοarma de fogo - fire ship (en) - lança-chamas - οχυρό, οχυρώσεις, προπύργιο, τείχη, φρούριοfortaleza, forte, fortificação - cañón Gatling (es) - κιλλίβαντας, πυργίσκοςtorre - δόρυ με πελέκιalabarda, arma antiga - λαβή ξίφουςcabo - βόμβα υδρογόνουbomba de hidrogénio - μαχαίριfaca - κρέμλινοkremlin - arco longo - μεγάλη μαχαίραcatana, faca de mato - Maginot Line (en) - martello tower (en) - mosquete - equipamento - mosquete - bomba de nêutrons - πυρηνικά όπλαarma atômica, arma nuclear - mazmorra secreta (es) - μπιστόλι, πιστόλιpistola - βλήμα, πύραυλοςmíssil, projéctil - δίκρανο, δόντι πιρουνιού, περόνη, σουβλίdente de garfo, forcado, garfo, garra - sawed-off shotgun (en) - σχολικό λεωφορείοônibus escolar - γιαταγάνι, χαντζάριcimitarra - δίκαννο, κυνηγετικό όπλοespingarda - shotgun shell (en) - θραύσμα βλήματοςestilhaço - Siegfried line (en) - Spandau (en) - εγχειρίδιοestilete, punhal pequenito e fino - οχυρόfortaleza - metralleta (es) - ξίφος, σπαθίespada - άρμα μάχης, τανκtanque - testudo (en) - οπλοπολυβόλο - Tower of London (en) - rodado de oruga (es) - τρίαιναtridente - τρόλεϊônibus elétrico - εκρηκτική κεφαλή πυραύλου, κώνοςogiva - arma - οπλισμόςarmas - στρατιωτική επιστήμη - μετάλλιο - Congressional Medal of Honor, Medal of Honor (en) - Navy Cross (en) - Silver Star, Silver Star Medal (en) - Bronze Star, Bronze Star Medal (en) - Order of the Purple Heart, Purple Heart (en) - Victoria Cross (en) - Distinguished Conduct Medal (en) - Distinguished Service Order (en) - Croix de Guerre (en) - έκρηξη, ανατίναξη, σκάσιμο, σπάσιμοdetonação, explosão, rebentamento - loss, personnel casualty (en) - guardia (es) - Navy, United States Navy, USN, US Navy (en) - Marine Corps, United States Marine Corps, United States Marines, US Marine Corps, USMC (en) - RAF, Real Força Aérea Britânica - αεροπορίαforça aérea - ένοπλες δυνάμεις, πεζικόforças armadas - ένοπλες δυνάμειςforças armadas, militar - organización paramilitar (es) - χωροφυλακήdelegacia, delegacia policial, polícia militar - Mounties, RCMP, Royal Canadian Mounted Police (en) - New Scotland Yard, Scotland Yard (en) - στρατονομίαpolícia militar - patrulla guardacostas (es) - μυστική αστυνομία, μυστική υπηρεσίαpolícia secreta - Gestapo (en) - στρατιωτική μονάδα - Special Forces, U. S. Army Special Forces, United States Army Special Forces (en) - ναυτική μοίρα - επιθετικά στρατεύματαtropas de choque - δούρειοσ ίπποσcavalo de Tróia - batería (es) - πεζικόinfantaria - milicia, reserva, retén (es) - εθνοφρουράguarda nacional - μισθοφορικός στρατός - Union Army (en) - Exército dos Estados Unidos da América - στρατεύματαpl'', tropas, tropas ''f - head (en) - πεδίο μάχηςcampo de batalha - campo (es) - πρώτη γραμμή - ground (en) - γραμμή - linha de batalha - στρατιωτική θέση - sector (en) - υπασπιστήςajudante, ajudante de ordens, edecã - adjutant general (en) - arrowsmith (en) - πυροβολητήσartilheiro - ορντινάντσα αξιωματικούimpedimento, ordenança - καβγατζήσ, καυγατζήσgritador - ταξίαρχοςbrigadeiro - carne de cañón (es) - capitán (es) - συνταγματάρχηςcoronel - αγωνιστής, μαχητής, πολεμιστής, πυγμάχοςcombatente, lutador - αρχιπλοίαρχοςcomodoro - couraceiro - αρχιστράτηγοσmarechal-de-campo - field-grade officer, field officer, FO (en) - στρατιώτησ με τουφέκι, τυφεκιοφόροσfuzileiro - oficial general (es) - πεζοπόροςinfante - jenízaro (es) - λογχοφόροσlanceiro - αντισμήναρχοσ, αντισυνταγματάρχησtenente-coronel - capitão de fragata - αντιπτεράρχοσ, αντιστρατηγόσtenente-general - hombre de armas (es) - πεζοναύτηςfusileiro - αξιωματικόςoficial militar - μουσκετοφόροςmosqueteiro - αλεξιπτωτιστήςsoldado pára-quedista - Correos, suboficial de marina (es) - intendente (es) - contra-almirante - ανθυπολοχαγόςguarda-marinha, segundo tenente - άνδρας, στρατιωτίνα, στρατιώτηςmilitar - ενεδρεύων πυροβολητήσ, κεκρυμμένοσ πυροβολητήσ, σκοπευτήσ ελεύθεροσatirador emboscado, atirador isolado, caçador de narcejas - αντιναύαρχος - πολέμαρχοςchefe militar - warrant officer (en) - πολεμιστήςguerreiro - Daniel Morgan, Morgan (en) - αιχμή, αποκορύφωμα, απόγειοauge - tilt angle, tilting angle (en) - military rank, military rating, paygrade, rating (en) - θητεία[Domaine]

-