Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.078s
αφηρημένα — distraidamente - ακρωτηριάζω, σακατεύω — aleijar - militarily (en) - έπαλξη, έπλαξη, οχύρωμα, προμαχώνας, προπύργιο — baluarte, muralha - έδαφοσ, σχηματισμόσ του έδαφουσ — área - παλαιό τουφέκι — arcabuz - όλμος — morteiro - ιππέασ, ιππεύσ, ουσάρος, ουσσάροσ — hussardo - αποκεφαλίζω, καρατομώ — decapitar, degolar - ξίφος — espadim, florete - armed (en) - με προσοχή, προσηλωμένα — atentamente, cuidadosamente - άθελά μου, ακούσια, από άγνοια, εν αγνοία — inadveetidamente, sem saber - capitão - λόχος — companhia - αφηρημένα, ονειρικά — pensativamente, sonhadoramente - εκτελώ, θανατώνω, σκοτώνω — executar, matar - electronic warfare, EW (en) - εξολοθρεύω, καθαρίζω — aniquilar, destruir, exterminar - κατασκοπεία — espionagem - arms control (en) - Desert Fox, Erwin Rommel, Rommel (en) - στρατιωτική εκπαίδευση - δράση - αποκλεισμός — cercadura, cerco - άμυνα — defesa - επιχείρηση, λειτουργία — operação - resistance (en) - ασκήσεις, γυμνάσια, στρατιωτικά μανούβρα, στρατιωτική επιχείρηση — exercício, manobra - passive air defense (en) - εκστρατεία — campanha - σταυροφορία — crusada, cruzada - First Crusade (en) - Second Crusade (en) - Third Crusade (en) - Fourth Crusade (en) - Fifth Crusade (en) - Sixth Crusade (en) - Seventh Crusade (en) - misión (es) - εισβολή — assalto - αεροπορική επιδρομή — ataque aéreo - banzai attack, banzai charge (en) - SIGINT, signals intelligence (en) - reconocimiento (es) - exploración, reconocimiento del terreno (es) - βολή, πυρ, πυρά, πυροβολισμός — fogo - κατασταλτικά πυρά - ECM, electronic countermeasures (en) - electronic warfare-support measures, ESM (en) - εσωτερικό οχύρωμα, οχυρό, πρόχειρο φρούριο — reduto - πολιορκία — cerco, sítio - ανταγωνίζομαι, δρω στην αντίπαλη πλευρά — opor-se a - alistado, alistar, enrolado, enrolar, llamar a filas, reclutado (es) - επιτίθεμαι, κάνω επίθεση με σκοπό να σκοράρω — atacar - κινητοποίηση, στρατιωτικοποίηση — militarização - armamento - επανεξοπλισμός — rearmamento - αφοπλισμός — desarmamento - στράτευση, στρατολογία, στρατολόγηση — alistamento, recrutamento - συγκέντρωση - σφήνωμα — interferência - Dien Bien Phu (en) - σφάζω, σφάζω για το κρέας — abater - φονεύω — matar - destroy, put down (en) - βάζω φιλμ, γεμίζω, εξοπλίζω, φορτίζω — carregar, ecarregar, recarregar - civil (en) - προσαρτώ — anexar - συγκρούομαι — empreender, travar combate - αποτελειώνω, δολοφονώ, εκτελώ, ξεπαστρεύω, σκοτώνω, φονεύω — assassinar, liquidar - εκτελώ - λιντσάρω — linchar - abrasarse, quemarse (es) - Ακρόπολη — acrópole, Acrópolis - ναυτικός, που ανήκει στο ναυτικό — naval - arrow (en) - αιχμή βέλους — ponta de seta - assault gun, assault rifle (en) - árvore sul africana, azagaia - ατομική βόμβα — bomba atómica - automatic firearm, automatic gun, automatic weapon (en) - ballistic pendulum (en) - φρούριο πόλης — cidadela - μπαζούκα — bazuca - balín (es) - ξύλινο φρούριο — palafita - μουσκέτο — bacamarte - σιδερένια γροθιά - espada, sabre - βλήμα, σφαίρα — bala, cartucho - burp gun, machine pistol (en) - αγοραίο όχημα, ταξί — carro de aluguer, táxi - βλήμα, μπάλα κανονιού — bala de canhão - καραμπίνα — carabina - cartela (es) - arcobalista - Gran Muralla China (es) - Colt (en) - βαλλίστρα, καταπέλτης — arbaleta, besta - σπάθα — cutelo - Excalibur (en) - cimitarra - field artillery, field gun (en) - ελαφρύ όπλο, πυροβόλο όπλο — arma de fogo - fire ship (en) - lança-chamas - οχυρό, οχυρώσεις, προπύργιο, τείχη, φρούριο — fortaleza, forte, fortificação - cañón Gatling (es) - κιλλίβαντας, πυργίσκος — torre - δόρυ με πελέκι — alabarda, arma antiga - λαβή ξίφους — cabo - βόμβα υδρογόνου — bomba de hidrogénio - μαχαίρι — faca - κρέμλινο — kremlin - arco longo - μεγάλη μαχαίρα — catana, faca de mato - Maginot Line (en) - martello tower (en) - mosquete - equipamento - mosquete - bomba de nêutrons - πυρηνικά όπλα — arma atômica, arma nuclear - mazmorra secreta (es) - μπιστόλι, πιστόλι — pistola - βλήμα, πύραυλος — míssil, projéctil - δίκρανο, δόντι πιρουνιού, περόνη, σουβλί — dente de garfo, forcado, garfo, garra - sawed-off shotgun (en) - σχολικό λεωφορείο — ônibus escolar - γιαταγάνι, χαντζάρι — cimitarra - δίκαννο, κυνηγετικό όπλο — espingarda - shotgun shell (en) - θραύσμα βλήματος — estilhaço - Siegfried line (en) - Spandau (en) - εγχειρίδιο — estilete, punhal pequenito e fino - οχυρό — fortaleza - metralleta (es) - ξίφος, σπαθί — espada - άρμα μάχης, τανκ — tanque - testudo (en) - οπλοπολυβόλο - Tower of London (en) - rodado de oruga (es) - τρίαινα — tridente - τρόλεϊ — ônibus elétrico - εκρηκτική κεφαλή πυραύλου, κώνος — ogiva - arma - οπλισμός — armas - στρατιωτική επιστήμη - μετάλλιο - Congressional Medal of Honor, Medal of Honor (en) - Navy Cross (en) - Silver Star, Silver Star Medal (en) - Bronze Star, Bronze Star Medal (en) - Order of the Purple Heart, Purple Heart (en) - Victoria Cross (en) - Distinguished Conduct Medal (en) - Distinguished Service Order (en) - Croix de Guerre (en) - έκρηξη, ανατίναξη, σκάσιμο, σπάσιμο — detonação, explosão, rebentamento - loss, personnel casualty (en) - guardia (es) - Navy, United States Navy, USN, US Navy (en) - Marine Corps, United States Marine Corps, United States Marines, US Marine Corps, USMC (en) - RAF, Real Força Aérea Britânica - αεροπορία — força aérea - ένοπλες δυνάμεις, πεζικό — forças armadas - ένοπλες δυνάμεις — forças armadas, militar - organización paramilitar (es) - χωροφυλακή — delegacia, delegacia policial, polícia militar - Mounties, RCMP, Royal Canadian Mounted Police (en) - New Scotland Yard, Scotland Yard (en) - στρατονομία — polícia militar - patrulla guardacostas (es) - μυστική αστυνομία, μυστική υπηρεσία — polícia secreta - Gestapo (en) - στρατιωτική μονάδα - Special Forces, U. S. Army Special Forces, United States Army Special Forces (en) - ναυτική μοίρα - επιθετικά στρατεύματα — tropas de choque - δούρειοσ ίπποσ — cavalo de Tróia - batería (es) - πεζικό — infantaria - milicia, reserva, retén (es) - εθνοφρουρά — guarda nacional - μισθοφορικός στρατός - Union Army (en) - Exército dos Estados Unidos da América - στρατεύματα — pl'', tropas, tropas ''f - head (en) - πεδίο μάχης — campo de batalha - campo (es) - πρώτη γραμμή - ground (en) - γραμμή - linha de batalha - στρατιωτική θέση - sector (en) - υπασπιστής — ajudante, ajudante de ordens, edecã - adjutant general (en) - arrowsmith (en) - πυροβολητήσ — artilheiro - ορντινάντσα αξιωματικού — impedimento, ordenança - καβγατζήσ, καυγατζήσ — gritador - ταξίαρχος — brigadeiro - carne de cañón (es) - capitán (es) - συνταγματάρχης — coronel - αγωνιστής, μαχητής, πολεμιστής, πυγμάχος — combatente, lutador - αρχιπλοίαρχος — comodoro - couraceiro - αρχιστράτηγοσ — marechal-de-campo - field-grade officer, field officer, FO (en) - στρατιώτησ με τουφέκι, τυφεκιοφόροσ — fuzileiro - oficial general (es) - πεζοπόρος — infante - jenízaro (es) - λογχοφόροσ — lanceiro - αντισμήναρχοσ, αντισυνταγματάρχησ — tenente-coronel - capitão de fragata - αντιπτεράρχοσ, αντιστρατηγόσ — tenente-general - hombre de armas (es) - πεζοναύτης — fusileiro - αξιωματικός — oficial militar - μουσκετοφόρος — mosqueteiro - αλεξιπτωτιστής — soldado pára-quedista - Correos, suboficial de marina (es) - intendente (es) - contra-almirante - ανθυπολοχαγός — guarda-marinha, segundo tenente - άνδρας, στρατιωτίνα, στρατιώτης — militar - ενεδρεύων πυροβολητήσ, κεκρυμμένοσ πυροβολητήσ, σκοπευτήσ ελεύθεροσ — atirador emboscado, atirador isolado, caçador de narcejas - αντιναύαρχος - πολέμαρχος — chefe militar - warrant officer (en) - πολεμιστής — guerreiro - Daniel Morgan, Morgan (en) - αιχμή, αποκορύφωμα, απόγειο — auge - tilt angle, tilting angle (en) - military rank, military rating, paygrade, rating (en) - θητεία[Domaine]
-