Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
βάζω, φορώ - πρὀσθετος - συμπληρωματικός - φέροντασ μονύελο - αυξάνω, επιταχύνω, προσθέτω - προαγωγή, προβιβασμός - instalación (es) - colmar, cubrir, llenar, rellenar, tapar (es) - μόλυνση, ρύπανση - consignment (en) - είσοδος, εισαγωγή, καταχώριση, προσθήκη - cannulation, cannulisation, cannulization, canulation, canulisation, canulization, intubation (en) - ετοιμασία αποσκευών, συσκευασία - intramuscular injection (en) - μετάγγιση, μετάγγιση αίματος - αφήνω πίσω, ξεχνώ να πάρω - διεύρυνση, εξάπλωση - διάδοση, διασπορά, εξάπλωση - κατάθεση - αποθήκευση - συμπερίληψη, συνυπολογισμός - ένταξη, ενσωμάτωση - quimioterapia (es) - ακτινοθεραπεία - baño, capa, revestimiento (es) - χρίση - απολύμανση διά καπνού - λίπανση - exposure (en) - νομισματική, νομισματολογία - suspensión (es) - κάλυμμα, κάλυψη - τοποθέτηση - εφοδιασμός, παροχή - επιμελητεία - embalado, embalaje, envasado, envase, paquetería (es) - επιπλωμένος - κινητοποίηση, στρατιωτικοποίηση - armamento (es) - επανεξοπλισμός - cuarentena (es) - closing off, isolation (en) - λαχανιάζω - συγκέντρωση - τροποποίηση - βουλώνω - αιωρούμαι, κρεμώ - τοποθετώ - πακετάρω, συσκευάζω, συσκευάζω σε κουτιά ή κιβώτια - φορτώνω - τακτοποιώ, φυλάγω - ακουμπώ, αφήνω, θέτω, ποζάρω, τοποθετώ, υποβάλλω - αντιπαραβάλλω, αντιπαραθέτω - δεν μπορώ να βρω, παραπετώ, χάνω - σφηνώνω, φυτεύω, χώνω - τοποθετώ σε χώμα, φυτεύω - βάζω, εγκαθιστώ, κατασκευάζω, στήνω, τοποθετώ - αποθέτω, κανονίζω, ορίζω - engastar, montar, poner (es) - φοπτώνω με στολίδια - εκθέτω στο φως - aromatizar, incensar (es) - αποθηκεύω, μαζεύω - δημιουργώ, πηγαίνω και παίρνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω σε μεγάλη ποσότητα, συλλέγω, συναθροίζω, συσσωρεύω - δίνω, παρέχω - αποταμιεύω, καταθέτω - εξασφαλίζω, εφοδιάζω, παρέχω, προμηθεύω, συντηρώ - προμηθεύω, τροφοδοτώ - εξοπλίζω, εφοδιάζω, εφοδιάζω με τα απαραίτητα - `ντύνω`, ντύνω με ταπετσαρία, ταπετσάρω - εφοδιάζω στρατιωτικές δυνάμεις - βελτιωτής, προσθήκη - configurational (en) - κόμμωση, χτένισμα - ενταφιασμόσ, κηδεία - aluvión, derrubio, sedimentación, terrera, terrero (es) - ανθράκωση - deposit, deposition (en) - εισροή - nitrogen fixation (en) - absorbencia, absorción (es) - εμβολή[Domaine]
-