Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.078s
άφιξη — chegada, vinda - landing (en) - αποστολή — envio - κρεμαστή γέφυρα — ponte pênsil - κανάλι μεταφοράς νερού — aqueduto - μεγάλος δρόμος ταχείας κυκλοφορίας — rodovia, via expressa - automoción, automovilismo (es) - endurance riding (en) - πτήση, σμήνος — revoada - προσπέρασμα — ultrapassagem - cambio de sentido (es) - εκτροπή, παρέκκλιση — desvio, digressão - στόμιο υπονόμου — poço de visita - σιδηρόδρομος, τρένο - αίρω, βαστάζω, μεταφέρω, υποβαστάζω, φέρω — transportar - κουβαλώ, μεταφέρω — transportar - κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω — deslocar-se - θαλασσοπορώ, ιστιοδρομώ, οδηγώ, πλοηγώ, ταξιδεύω με πλοίο — conduzir - γλιστράω, γλιστρώ, γλιστρώ στα πλάγια, ντελαπάρω, ολισθαίνω, φορώ βιαστικά, χώνω στα κλεφτά — derrapar, deslizar, enfiar, escorregar, resvalar, soltar-se - αναποδογυρίζω, ανατρέπομαι, μπατάρω, τουμπάρω — soçobrar, virar-se, voltar-se - οδηγώ, πηγαίνω με το αυτοκίνητο — levar - μεταφέρω - άγω, αγοράζω, λαμβάνω, παίρνω, πηγαίνω κπ. ή κτ. κάπου, φέρνω — adquirir, levar, tirar, tomar, trazer - γυρίζω κτ. πίσω, επανέρχομαι, επαναφέρω, επιστρέφω, θυμίζω, θυμίζω κτ. σε κπ., ξαναγυρίζω — fazer voltar a, lembrar, restituir - είμαι αγωγός, εκπέμπω, μεταφέρω — transmitir - change, transfer (en) - πρόσβαση — acesso - air-bus - αεροπλάνο , αεροσκάφος — aeroplano, avião - αεροδρόμιο, αερολιμένας, μικρό στρατιωτικό αεροδρόμιο — aeródromo, aeroporto, campo de aviação - αεροπλάνο της γραμμής — avião de passageiros - αεροπλάνο, αεροσκάφος — aeronave, aeroplano, avião - αερόπλοιο, πηδαλιουχούμενο — dirigível - misil aire-aire (es) - misil aire-tierra (es) - ασθενοφόρο, νοσοκομειακό — ambulância - αμφίβιο όχημα — carro anfíbio - misil antibalístico (es) - autobahn (en) - αυτόγυρο, ελικόπτερο αεροπλάνο — giroplano - άξονας τροχού — eixo - καροτσάκι για μωρά, καροτσάκι μωρού, παιδικό καροτσάκι — cadeirinha, carrinho de bebé, carrinho de criança - συναρμολογούμενη γέφυρα - βαλλιστικός πύραυλος — míssil balístico - δίτροχο καροτσάκι, χειράμαξα — carrinho, carrinho de mão - αυτοκίνητο στέισον βάγκον, στέισον βάγκον — carrinha - καμπή, καμπύλη, στροφή — curva - Βερολίνο, τετράτροχη άμαξα — berlim, berlinda, carruagem - bicicleta - δίδυμο ποδήλατο — bicicleta de dois lugares - διπλανό, διπτέρυγο αεροπλάνο — biplano - μικρό αερόστατο - αδιέξοδο — rua sem saída - body (en) - biblioteca ambulante (es) - freio, travão - bridge, span (en) - broad gauge (en) - μπουλντόζα — buldózer - autos de choque (es) - καρότσα — cabriolé - αρθρωτή γέφυρα - ερπύστρια, κάμπια — lagarta, trator de lagarta - tren de cremallera (es) - σκεπαστή γέφυρα - διασταύρωση — passadeira - αδιέξοδο - δισκόφρενο — freio de disco - bombardero en picado (es) - δρόμος διπλής κατεύθυνσης — auto-estrada, auto-estrada de quatro pistas - dogcart (en) - κινητή γέφυρα, κρεμαστή γέφυρα — ponte levadiça - avión teledirigido (es) - freno de tambor (es) - ανατρεπόμενο φορτηγό — caminhão basculante - εναέριο τρένο - ανάχωμα - είσοδος — acesso, ataque, entrada, vestíbulo - προφυλακτήρας, φτερό αυτοκινήτου — guarda-lamas - caza, cazabombardero (es) - πυροσβεστική αντλία — carro do corpo de bombeiros - γέφυρα πεζών — escada de acesso - σύστημα τροφοδοσίας - άτρακτος αεροσκάφους — fuselagem - είσοδος, πύλη — portão - ανεμοπλάνο, ανεμόπτερο — aplainador, planador - porta-luvas - grade separation (en) - κατευθυνόμενο βλήμα, τηλεκατευθυνόμενο βλήμμα — míssil teleguiado - gurney (en) - χειρόφρενο — freio de emergência, travão de mão - τιμόνι ποδηλάτου — guidão - carretilla para los sacos (es) - προβολέας, προβολέας αυτοκινήτου — Farol - νεκροφόρα — carro funerário - αυτοκινητόδρομος, δημόσιος δρόμος, εθνική οδός — estrada principal - καπό αυτοκινήτου — capô, capô QUERY, capota, porta traseira - αερόστατο — aeróstato - hot rod, hot-rod (en) - misil balístico intercontinental (es) - τζιπ — jipe - χειράμαξα — riquexó - λαντώ — landó - χώρος προσωρινής στάθμευσης σε αυτοκινητόδρομο — área de estacionamento, estacionamento - λιμουζίνα — limusine - φορτηγό — camião, caminhão - Mackinac Bridge (en) - tampão de bueiro - μετρό, υπόγειος σιδηρόδρομος — metro, metropolitano - μοτοποδήλατο, παπάκι, παπί - minivan (en) - τάφρος — fossa, fosso - μονός σιδηρόδρομος — monorail - μηχανάκι — motoreta - δίκυκλο, μηχανή, μοτοποδήλατο, μοτοσικλέτα — motocicleta, motociclo - αυτοκινούμενο όχημα — veículo automotivo - ποδήλατο ανώμαλου δρόμου - ανατολικό φορείον — palanquim - διάβαση - picape - κλούβα αστυνομίασ — radiopatrulha - πολεμίστρα — vigia - rail (en) - μέσο μαζικής μεταφοράς, μέσο ταχείας μεταφοράς - biplaza (es) - σιδηροδρομικά βαγόνια - canal navegable (es) - καροτσάκι, καροτσάκι αποσκευών, τρόλεϊ αποσκευών — carrinho de mão, carro-de-mão - ο συντομότερος δρόμος, σύντομος δρόμος — atalho - Sno-cat (en) - limpa-neve - sounding rocket (en) - διαστημικόσ εξερευνητήσ — sonda espacial - desaguadouro, vertedouro - διθέσιο αμάξι, κουπέ, σπορ αυτοκίνητο — carro de desporto, carro esporte, carro-esporte - ταχυδρομική άμαξα — carruagem-coreio, diligência - apisonador, apisonadora, cilindradora (es) - ελαφρή τετράτροχοσ άμαξα - διάδρομος τροχοδρόμησης αεροσκαφών - camino de sirga (es) - γεωργικός ελκυστήρας — tractor - δρόμος υποχρεωτικής κυκλικής πορείας — anel viário - tranvía (es) - τρίκυκλο — triciclo - φορτηγό — caminhão - birreactor (es) - σύστημα προσγείωσης, σύστημα προσγειώσεως — trem de aterragem - monociclo - οδογέφυρα — viaduto - βαγόνι - δρόμος — caminho, via - παράθυρο — janela, vidro - zepelim - κλίση, πλαγιά — declive - δασμολογική προτίμηση - όριο ταχύτητασ - σύγκρουση — choque - εκτροχίαση, εκτροχιασμόσ — descarrilamento - διακοπή, παύση, στάση, σταμάτημα — alto, parada - κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα — engarrafamento - frontier (en) - κίνδυνος - δρόμος, κατεύθυνση — caminho - Erie Canal (en) - μηχανικός, μηχανολόγος, οδηγός τρένου — mecânico - αυτός που ταξιδεύει με οτοστόπ, ταξιδιώτης — carona, pessoa que anda à boleia, pessoa que pega carona, viajante em auto-stop - μαστιγωτήσ — açoitador - οδηγόσ ελέφαντοσ, φύλακασ ελέφαντοσ — cornaca - cavaleiro - πεζοπόρος, πεζός — peão, pedestre - παραδιαβάζων, σουλατσαδόροσ — cavalo que anda a passo lento, esquipador - οδηγός φορτηγού, φορτηγατζήσ — condutor de caminhão, motorista de caminhão - καρραγωγεύσ — carroceiro - neblina - βάρος — carregamento - wing loading (en) - freedom of the seas (en)[Domaine]
-