» 

diccionario analógico

ενεργό - chegadaέλευση, ερχομός - ligar de novo, reiniciar - continuarσυνεχίζομαι - sentir, terέχω, νιώθω, παίρνω, τρέφω - cambiarμεταβάλλω - afectarεπηρεάζω - ficar, serγίνομαι - mudar, trocar, trocar de roupaαλλάζω ρούχα, αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταμορφώνομαι, μεταμορφώνω, μετατρέπω - modificarμετατρέπω, τροποποιώ - modificação, mudançaαλλαγή - adoção do sistema métricoμετρολογία - diversificación, variedad (es) - mudança, mutaçãoμετατροπή, τροποποίηση - transmisión, trasferencia, trasmisión (es) - conclusão, terminaçãoκατάληξη, λήξη, τερματισμός - conclusãoαποτελείωμα, ολοκλήρωση, περάτωση, συμπλήρωση - encajar (es) - começoέναρξη, αρχή - debut, estreno, lanzamiento, presentación, primicia (es) - fundaçãoδημιουργία - estabilizarσταθεροποιώ - κανονικοποιώ, ομαλοποιώ, τακτοποιώ - acontecer, ocorrerγίνεται, γίνομαι, λαμβάνει χώρα, πραγματοποιείται, συμβαίνει, τυχαίνω σε κπ. - deixarαφήνω πίσω, ξεχνώ να πάρω - transformed (en) - descongelarαποψύχω, ξεπαγώνω - transformarμεταλλάσσω - transformación (es) - modificação - conversão, transformaçãoμεταβολή, μετατροπή, προσηλυτισμός - arborizaçãoαναδάσωση - rearborização, reflorestamentoαναδάσωση, αναδασωση - desaparecer - depreciar, detrair, difamar, diminuirαφαιρώ, μειώνω - abrir - mudarαλλάζω, μεταστρέφω - transbordar, transferir, transportar, trasladar (es) - φέρνω - make (en) - lerδιαβάζω - exceder, ultrapassarυπεράχω, υπερτερώ - come (en) - confirmar, corroborarεπιβεβαιώνω - presuponer (es) - datarχρονολογώ - alterarαλλοιώνω, διαστρέφω, παραποιώ - certificar-se, dar a certeza, segurarασφαλίζω, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, εγγυώμαι - abrandar, diminuir, enfraquecer, extenuar, minorarελαφρύνω, μετριάζω - marcar, mostrar, registarδείχνω, καταγράφω - δείχνω, καταδεικνύω - αποδεικνύει, δηλώνω, εννοεί, σημαίνει, φανερώνει - απαλείφω, διαγράφω, εξαλείφω, σβήνω - acentuar, dar ênfase, dar ênfase a, enfatizar, sublinharδίνω έμφαση, δίνω έμφαση σε κτ., τονίζω, τονίζω τη σημασία, υπογραμμίζω - renascimentoανάκαμψη, αναζωογόνηση - ressurreiçãoνεκρανάσταση - negociarασχολούμαι, εμπορεύομαι - acabar, esgotar, terminarεξαντλώ, καταναλίσκω, μειώνω - apoiar, sustentar - apoiar, encostar, suportar, sustentar, susterακουμπώ, στηρίζω - προσθέτω, συμπληρώνω - συνδέω - apoiar-se, confinar, entestar com, lindarακουμπώ, καταλήγω, στηρίζομαι, συνάπτομαι, συνορεύω - atravancar, obstruir - atrairελκύω, προσελκύω - funcionar, trabalharδουλεύω - cevar, desabafar, desafogar, saciar, satisfazer, vingarεκτελώ, επιβάλλω, ξεθυμαίνω - evocar, lembrarεπιστρατεύω, προκαλώ - ensaiar, fazer recomeçar, provocarαποτελώ το έναυσμα, γίνομαι η αιτία να ξεκινήσει κτ., κάνω κπ. να αρχίσει να κάνει κτ., προκαλώ, πυροδοτώ - establish, give (en) - montivar, motivarβάζω, παρακινώ, ωθώ - começar a, lançar, lançar-seαποδύομαι, αρχίζω, βάζω, βάζω μπρος, καταπιάνομαι με, ξεκινώ, ξεκινώ κτ., παίρνω μπρος - φέρω - rebaixarεξευτελίζω, ταπεινώνω, υποβιβάζω - deixar sem sentidosρίχνω κπ. αναίσθητο με χτύπημα - estocástico (es) - afastar, caçar, mandar emboraαπομακρύνω, αποπέμπω, απωθώ, εκδιώκω - cair, decorrer, passarμειώνομαι, μεσολαβώ, πέφτω, παρέρχομαι, περνώ, προχωρώ - subject (en) - go (en) - dar a volta, girar, rodar, tornar-se, virarγίνομαι, τρέπομαι - morrer devagarδεν εξαφανίζομαι εύκολα, διαρκώ, εμμένω - modificação - parapsicologiaπαραψυχολογία - ocorrênciaσυμβάν - episódioεπεισόδιο - contingência, eventualidadeενδεχόμενο - αιτία πόλεμου - alteração, transformaçãoαλλαγή, αλλαγή περιβάλλοντος, διαφοροποίηση, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταμόρφωση, μετατροπή, τροπή, τροπολογία, τροποποίηση - acaso, azarσύμπτωση, τυχαίο συμβάν - incidenteεπεισόδιο, περιστατικό, συμβάν - desastre naturalδύναμη - variaçãoαπόκλιση, αυξομείωση, διακύμανση, μεταβολή - cycle, oscillation (en) - cicloκύκλος - ocorrência periódica, reaparecimento, referência, regresso, repetição, retornoεπανάληψη, επανεμφάνιση - μετάβαση, μεταβολή - mudançaαλλαγή, μετάθεση, μεταλλαγή, μεταμόρφωση, μετασχηματισμός, μετατροπή, μετατόπιση - μετάβαση, μετατροπή - green revolution (en) - erupção, explosãoξέσπασμα - εμπορικός κύκλος, επιχειρηματικός κύκλος - εκδήλωση, κοινωνικό γεγονός, συμβάν - mudança - abiogêneseαβιογένεσισ, αβιογέννεση, αυτόματη γέννεση - capilaridadeτριχοειδήσ - food chain (en) - frente friaψυχρό μέτωπο - squall line (en) - θερμοκρασιακή αναστροφή - aguaceiro, chuvada, chuvarada, temporalμπόρα, νεροποντή - reatânciaεπαγωγική ηλεκτρική αντίσταση - tempestade, tempestade de neveχιονοθύελλα - Doppler effect, Doppler shift (en) - tormenta, tronada, tronado (es) - esforço de torção, momento de torção, torqueπεριστροφική δύναμη, ροπή - presión de vapor (es) - clima, tempoκαιρικές συνθήκες, καιρός - elementosστοιχεία της φύσης - acidificaçãoοξύνιση - solidificaçãoστερεοποίηση - διεργασία - proceder, procedimento, processo διαδικασία, διεργασία, δικαστική κλήση, εξέλιξη - processamento, tratamento, tratamento médico, tratoεπεξεργασία - οικολογική μεταβολή - φυσική επιλογή - mudança - occurrence (en) - reacçãoαντίδραση, συμπεριφορά - ciclo circadiano (es)[Domaine]

-