Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.031s
ενεργό - chegada — έλευση, ερχομός - ligar de novo, reiniciar - continuar — συνεχίζομαι - sentir, ter — έχω, νιώθω, παίρνω, τρέφω - cambiar — μεταβάλλω - afectar — επηρεάζω - ficar, ser — γίνομαι - mudar, trocar, trocar de roupa — αλλάζω ρούχα, αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταμορφώνομαι, μεταμορφώνω, μετατρέπω - modificar — μετατρέπω, τροποποιώ - modificação, mudança — αλλαγή - adoção do sistema métrico — μετρολογία - diversificación, variedad (es) - mudança, mutação — μετατροπή, τροποποίηση - transmisión, trasferencia, trasmisión (es) - conclusão, terminação — κατάληξη, λήξη, τερματισμός - conclusão — αποτελείωμα, ολοκλήρωση, περάτωση, συμπλήρωση - encajar (es) - começo — έναρξη, αρχή - debut, estreno, lanzamiento, presentación, primicia (es) - fundação — δημιουργία - estabilizar — σταθεροποιώ - κανονικοποιώ, ομαλοποιώ, τακτοποιώ - acontecer, ocorrer — γίνεται, γίνομαι, λαμβάνει χώρα, πραγματοποιείται, συμβαίνει, τυχαίνω σε κπ. - deixar — αφήνω πίσω, ξεχνώ να πάρω - transformed (en) - descongelar — αποψύχω, ξεπαγώνω - transformar — μεταλλάσσω - transformación (es) - modificação - conversão, transformação — μεταβολή, μετατροπή, προσηλυτισμός - arborização — αναδάσωση - rearborização, reflorestamento — αναδάσωση, αναδασωση - desaparecer - depreciar, detrair, difamar, diminuir — αφαιρώ, μειώνω - abrir - mudar — αλλάζω, μεταστρέφω - transbordar, transferir, transportar, trasladar (es) - φέρνω - make (en) - ler — διαβάζω - exceder, ultrapassar — υπεράχω, υπερτερώ - come (en) - confirmar, corroborar — επιβεβαιώνω - presuponer (es) - datar — χρονολογώ - alterar — αλλοιώνω, διαστρέφω, παραποιώ - certificar-se, dar a certeza, segurar — ασφαλίζω, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, εγγυώμαι - abrandar, diminuir, enfraquecer, extenuar, minorar — ελαφρύνω, μετριάζω - marcar, mostrar, registar — δείχνω, καταγράφω - δείχνω, καταδεικνύω - αποδεικνύει, δηλώνω, εννοεί, σημαίνει, φανερώνει - απαλείφω, διαγράφω, εξαλείφω, σβήνω - acentuar, dar ênfase, dar ênfase a, enfatizar, sublinhar — δίνω έμφαση, δίνω έμφαση σε κτ., τονίζω, τονίζω τη σημασία, υπογραμμίζω - renascimento — ανάκαμψη, αναζωογόνηση - ressurreição — νεκρανάσταση - negociar — ασχολούμαι, εμπορεύομαι - acabar, esgotar, terminar — εξαντλώ, καταναλίσκω, μειώνω - apoiar, sustentar - apoiar, encostar, suportar, sustentar, suster — ακουμπώ, στηρίζω - προσθέτω, συμπληρώνω - συνδέω - apoiar-se, confinar, entestar com, lindar — ακουμπώ, καταλήγω, στηρίζομαι, συνάπτομαι, συνορεύω - atravancar, obstruir - atrair — ελκύω, προσελκύω - funcionar, trabalhar — δουλεύω - cevar, desabafar, desafogar, saciar, satisfazer, vingar — εκτελώ, επιβάλλω, ξεθυμαίνω - evocar, lembrar — επιστρατεύω, προκαλώ - ensaiar, fazer recomeçar, provocar — αποτελώ το έναυσμα, γίνομαι η αιτία να ξεκινήσει κτ., κάνω κπ. να αρχίσει να κάνει κτ., προκαλώ, πυροδοτώ - establish, give (en) - montivar, motivar — βάζω, παρακινώ, ωθώ - começar a, lançar, lançar-se — αποδύομαι, αρχίζω, βάζω, βάζω μπρος, καταπιάνομαι με, ξεκινώ, ξεκινώ κτ., παίρνω μπρος - φέρω - rebaixar — εξευτελίζω, ταπεινώνω, υποβιβάζω - deixar sem sentidos — ρίχνω κπ. αναίσθητο με χτύπημα - estocástico (es) - afastar, caçar, mandar embora — απομακρύνω, αποπέμπω, απωθώ, εκδιώκω - cair, decorrer, passar — μειώνομαι, μεσολαβώ, πέφτω, παρέρχομαι, περνώ, προχωρώ - subject (en) - go (en) - dar a volta, girar, rodar, tornar-se, virar — γίνομαι, τρέπομαι - morrer devagar — δεν εξαφανίζομαι εύκολα, διαρκώ, εμμένω - modificação - parapsicologia — παραψυχολογία - ocorrência — συμβάν - episódio — επεισόδιο - contingência, eventualidade — ενδεχόμενο - αιτία πόλεμου - alteração, transformação — αλλαγή, αλλαγή περιβάλλοντος, διαφοροποίηση, μεταβολή, μεταλλαγή, μεταμόρφωση, μετατροπή, τροπή, τροπολογία, τροποποίηση - acaso, azar — σύμπτωση, τυχαίο συμβάν - incidente — επεισόδιο, περιστατικό, συμβάν - desastre natural — δύναμη - variação — απόκλιση, αυξομείωση, διακύμανση, μεταβολή - cycle, oscillation (en) - ciclo — κύκλος - ocorrência periódica, reaparecimento, referência, regresso, repetição, retorno — επανάληψη, επανεμφάνιση - μετάβαση, μεταβολή - mudança — αλλαγή, μετάθεση, μεταλλαγή, μεταμόρφωση, μετασχηματισμός, μετατροπή, μετατόπιση - μετάβαση, μετατροπή - green revolution (en) - erupção, explosão — ξέσπασμα - εμπορικός κύκλος, επιχειρηματικός κύκλος - εκδήλωση, κοινωνικό γεγονός, συμβάν - mudança - abiogênese — αβιογένεσισ, αβιογέννεση, αυτόματη γέννεση - capilaridade — τριχοειδήσ - food chain (en) - frente fria — ψυχρό μέτωπο - squall line (en) - θερμοκρασιακή αναστροφή - aguaceiro, chuvada, chuvarada, temporal — μπόρα, νεροποντή - reatância — επαγωγική ηλεκτρική αντίσταση - tempestade, tempestade de neve — χιονοθύελλα - Doppler effect, Doppler shift (en) - tormenta, tronada, tronado (es) - esforço de torção, momento de torção, torque — περιστροφική δύναμη, ροπή - presión de vapor (es) - clima, tempo — καιρικές συνθήκες, καιρός - elementos — στοιχεία της φύσης - acidificação — οξύνιση - solidificação — στερεοποίηση - διεργασία - proceder, procedimento, processo — διαδικασία, διεργασία, δικαστική κλήση, εξέλιξη - processamento, tratamento, tratamento médico, trato — επεξεργασία - οικολογική μεταβολή - φυσική επιλογή - mudança - occurrence (en) - reacção — αντίδραση, συμπεριφορά - ciclo circadiano (es)[Domaine]
-