» 

diccionario analógico

acquisitive (en) - chamtivý, chtivý, hrabivý, lačný, lakomý, nenasytný, prahnoucíάπληστος, ζηλόφθονος, λαίμαργος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, φιλοκερδής - hyperaktivníπαραπολύ ενεργητικόσ - εθισμένος - alkoholický, alkoholovýπου προκαλείται από το αλκοόλ - chronický - závislý - dobrodružnýπεριπετειώδης, ριψοκίνδυνος, τυχοδιωκτικός - altruistickýαλτρουιστικόσ - μεθυσμένος, πιωμένος - milý, příjemný, přívětivýευπροσήγορος, προσηνής - introspectivo (es) - proti, vzpurnýαντίθετος, δύστροπος - umíněný, zatvrzelýεπίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πεισματάρης - chybný, neplatný, odpadlý, propadlýληξιπρόθεσμοσ - nespolečenskýακοινώνητοσ - rys osobnostiχαρακτηριστικό γνώρισμα - bytost, charakter, osobitost, osobnostατομικότητα, προσωπικότητα - individualita, osobitostατομικότητα, οντότητα - charakter, povaha, profilυπόσταση, χαρακτήρας - netečnost, stoicismusαπάθεια, στωικισμός - acrimonia, acritud (es) - plynulost, výřečnost, zřetelnostευφράδεια - rezervaεπιφυλακτικότητα - laskavost, přívětivost, vlídnost, žoviálnostεγκαρδιότητα, καταδεκτικότητα, προσήνεια - vznětlivostαυθορμητισμός, αυθόρμητη ενέργεια - heedfulness, mindfulness (en) - integrita, obezřelostεπιφύλαξη - laxnost, ledabylost, lenost, nedbalostέλλειψη αυστηρότητας, ατονία, ευκοιλιότησ, ευκοιλιότητα, νωθρότητα, νωχέλεια, χαλάρωση, χαλαρότησ, χαλαρότητα - machismo (es) - ženskostθηλυκότητα - důvěryhodnost, spolehlivostαξιοπιστία, εμπιστοσύνη - αξιόπιστο - neodpovědnost, nezodpovědnostανευθυνότητα - αναξιοπιστία, ανεύθυνο - pečlivostενδελέχεια, επιμέλεια, σχολαστικότητα - imagen (es) - sobeckost, sobectvíιδιοτέλεια - egoismus, sobectví, vlastní zájemεγωισμός, εγωκεντρισμός, προσωπικό συμφέρον - narcismusαυταρέσκεια, αυτοερωτισμός, αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός - citlivostαισθαντικότητα, ευαισθησία - neohroženost, nervy, statečnost, udatnostγενναιότητα, ηθικό, καρτερία, κότσια, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος - ανανδρία - odhodlanost, pevnost, rozhodnostαποφασιστικότητα, επιμονή, σταθερότητα - αποφασιστικότητα - loajalita, věrnostαφοσίωση, πίστη - lealtad (es) - nevěraαπιστία - disciplína, kázeň2υποταγή, αυτοπειθαρχία, ευπείθεια, πειθαρχία, υπακοή - prostotaαπλότησ, αυστηρότησ, αυστηρότητα, λιτότητα - abstence, abstinence, půst, zdržení se, zdrženlivostαποχή - εγκράτεια, περιορισμός, συγκράτηση, χαλιναγώγηση - důvěra, zodpovědnostεμπιστοσύνη, ευθύνη - chování, mravδιαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο - discreción, recato (es) - poddajnost, povolnostευπείθεια - chování, osobní chování, způsobyδιαγωγή, συμπεριφορά, τρόπος, φέρσιμο - vzezřeníήθοσ, τρόποσ, ύφοσ - detailnost, dochvilnost, přesnostακρίβεια - zdlouhavostβραδύτησ, βραδύτητα - chuť, dispozice, příklon, tendenceδιάθεση, κλίση, προδιάθεση, προτίμηση, τάση - ανθρωποκεντρισμόσ - etnocentrismusεθνοκεντρισμόσ - sklon, tendence - anglofobia (es) - puntičkářπερφεξιονιστής, τελειομανής - drak[Domaine]

-