Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
acquisitive (en) - chamtivý, chtivý, hrabivý, lačný, lakomý, nenasytný, prahnoucí — άπληστος, ζηλόφθονος, λαίμαργος, πλεονέκτης, φιλάργυρος, φιλοκερδής - hyperaktivní — παραπολύ ενεργητικόσ - εθισμένος - alkoholický, alkoholový — που προκαλείται από το αλκοόλ - chronický - závislý - dobrodružný — περιπετειώδης, ριψοκίνδυνος, τυχοδιωκτικός - altruistický — αλτρουιστικόσ - μεθυσμένος, πιωμένος - milý, příjemný, přívětivý — ευπροσήγορος, προσηνής - introspectivo (es) - proti, vzpurný — αντίθετος, δύστροπος - umíněný, zatvrzelý — επίμονος, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος, πεισματάρης - chybný, neplatný, odpadlý, propadlý — ληξιπρόθεσμοσ - nespolečenský — ακοινώνητοσ - rys osobnosti — χαρακτηριστικό γνώρισμα - bytost, charakter, osobitost, osobnost — ατομικότητα, προσωπικότητα - individualita, osobitost — ατομικότητα, οντότητα - charakter, povaha, profil — υπόσταση, χαρακτήρας - netečnost, stoicismus — απάθεια, στωικισμός - acrimonia, acritud (es) - plynulost, výřečnost, zřetelnost — ευφράδεια - rezerva — επιφυλακτικότητα - laskavost, přívětivost, vlídnost, žoviálnost — εγκαρδιότητα, καταδεκτικότητα, προσήνεια - vznětlivost — αυθορμητισμός, αυθόρμητη ενέργεια - heedfulness, mindfulness (en) - integrita, obezřelost — επιφύλαξη - laxnost, ledabylost, lenost, nedbalost — έλλειψη αυστηρότητας, ατονία, ευκοιλιότησ, ευκοιλιότητα, νωθρότητα, νωχέλεια, χαλάρωση, χαλαρότησ, χαλαρότητα - machismo (es) - ženskost — θηλυκότητα - důvěryhodnost, spolehlivost — αξιοπιστία, εμπιστοσύνη - αξιόπιστο - neodpovědnost, nezodpovědnost — ανευθυνότητα - αναξιοπιστία, ανεύθυνο - pečlivost — ενδελέχεια, επιμέλεια, σχολαστικότητα - imagen (es) - sobeckost, sobectví — ιδιοτέλεια - egoismus, sobectví, vlastní zájem — εγωισμός, εγωκεντρισμός, προσωπικό συμφέρον - narcismus — αυταρέσκεια, αυτοερωτισμός, αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός - citlivost — αισθαντικότητα, ευαισθησία - neohroženost, nervy, statečnost, udatnost — γενναιότητα, ηθικό, καρτερία, κότσια, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος - ανανδρία - odhodlanost, pevnost, rozhodnost — αποφασιστικότητα, επιμονή, σταθερότητα - αποφασιστικότητα - loajalita, věrnost — αφοσίωση, πίστη - lealtad (es) - nevěra — απιστία - disciplína, kázeň — 2υποταγή, αυτοπειθαρχία, ευπείθεια, πειθαρχία, υπακοή - prostota — απλότησ, αυστηρότησ, αυστηρότητα, λιτότητα - abstence, abstinence, půst, zdržení se, zdrženlivost — αποχή - εγκράτεια, περιορισμός, συγκράτηση, χαλιναγώγηση - důvěra, zodpovědnost — εμπιστοσύνη, ευθύνη - chování, mrav — διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο - discreción, recato (es) - poddajnost, povolnost — ευπείθεια - chování, osobní chování, způsoby — διαγωγή, συμπεριφορά, τρόπος, φέρσιμο - vzezření — ήθοσ, τρόποσ, ύφοσ - detailnost, dochvilnost, přesnost — ακρίβεια - zdlouhavost — βραδύτησ, βραδύτητα - chuť, dispozice, příklon, tendence — διάθεση, κλίση, προδιάθεση, προτίμηση, τάση - ανθρωποκεντρισμόσ - etnocentrismus — εθνοκεντρισμόσ - sklon, tendence - anglofobia (es) - puntičkář — περφεξιονιστής, τελειομανής - drak[Domaine]
-