» 

diccionario analógico

εν μέρειdijelom, djelomično, donekle - μερικός - συστατικόςsastavni - ex-directory (en) - unipolar (en) - αποτελώ - αποτελώ, λογίζομαι, συνιστώ - αποτελώ, συγκροτώ, σχηματίζωformirati, imenovati, osnovati, postaviti za, sacinjavati, stvoriti, tvoriti - έχω, αποτελούμαι από, περιέχω, περικλείω, περιλαμβάνωobuhvatiti, sadržavati, uključiti - περικλείω, περιλαμβάνω, σημαδεύωnaciljati, obuhvatiti, uključivati - έχω - περιέχω, συμπεριλαμβάνω - αποτελούμαι, αποτελούμαι απόsastojati se - ανήκω, πρέπω, ταιριάζω - έρχομαι μαζί, πουλιέμαι μαζί με κτ. άλλο, συνοδεύωbiti dio, prodati se - μύτη, πλώρη, το κατακόρυφο ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι της πλώρηςpramac, pramčana stetva - μικρό μέροςdjelić - head (en) - κεφαλή εργαλείου - στρώση - εικονοστοιχείο - δίκρανο, δόντι πιρουνιού, περόνη, σουβλί - θραύσμα αγγείου, θρύμμα, πήλινο τεμάχιο - θραύσμα βλήματοςšrapnel - nogostup, prijelaz preko ograde - complemento, conclusión, cordal, fin, marmosete, pieza final (es) - δείγμα - υποδιαίρεση - pierna (es) - ελαφρή γραμμή - στρώμα - εξωτερικό - κεφαλή, κορυφή, το μπροστινό μέροςgornji dio, vrh - βάση - γωνία - απόσπασμα, θραύσμαfragment, krhotina, odlomak - dio, komadić - τεμάχιο, τμήμαodsječak, segment - φέταkriška, odrezak - μονάδα - μέρος, μερίδα, μερίδιο, μερτικόdijeliti, dio, komad, udio - μερίδα, μερίδα φαγητούobrok - μερίδιο, ποσοστό, ποσό που αναλογεί σε κάθε μέλος μιας ομάδαςkvota - četvrtina - holonymy, whole to part relation (en) - μερωνυμία - συστατικό - απομεινάρι, κατάλοιπο, τι απομένει, υπόλειμμα, υπόλοιπο, όostatak, preostali dio - content (en) - υποτείνουσαhipotenuza - βάση - αιχμή, αποκορύφωμα, απόγειοvrhunac - προέκταση[Domaine]

-