Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
balanço; oscilação — ταλάντευση; ταλάντωση; λίκνισμα[ClasseHyper.]
travail mécanique (fr)[DomainDescrip.]
deslocamento, movimento, traslado — αλλαγή θέσης, κίνηση[Hyper.]
fluctuar (es) - balançar, oscilar — κινώ πέρα δώθε, κουνιέμαι, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, ταλαντεύομαι ή κινώ πέρα-δώθε - girar, ondular - balançar, cair — ιέμαι, κουνιέμαι, κουνώ, κρέμομαι ανάλαφρα, κρέμω, πέφτω[Dérivé]
fluctuar (es) - balançar, oscilar — κινώ πέρα δώθε, κουνιέμαι, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, ταλαντεύομαι ή κινώ πέρα-δώθε - girar, ondular - balançar, cair — ιέμαι, κουνιέμαι, κουνώ, κρέμομαι ανάλαφρα, κρέμω, πέφτω[Dérivé]
oscillation (fr)[Similaire]
oscilação • λίκνισμα • ταλάντευση (n.) • ταλάντωση (n.)
-