» 

diccionario analógico

μεταφορά με το αυτοκίνητο άλλουvuelta - joyride (en) - ανάβαση σε άλογο ή δίτροχο, βόλτα με αυτοκίνητοpaseo, vuelta[Spéc.]

διασχίζω - οδηγώ, ταξιδεύω με αυτοκίνητοir en coche, manejar - ακολουθώ, παίρνωtomar - οδηγώ, πηγαίνω με το αυτοκίνητοconducir, gobernar, guiar, manejar, pilotar - καβαλώ, πηγαίνωir, ir en, montar, pasear en coche - ιππεύω, καβαλάω, καβαλικεύω - πάω, πηγαίνωconducir, manejar - drive (en) - ιππεύω, καβαλικευω, καβαλικεύω, καβαλώmontar a, montar a/en - σοφάρω - ride (en) - συμπεριφέρομαι[Dérivé]

viaje (n.m.) • αυτoκινητάδα (n.) • διαδρομή με όχημα (n.)

-