» 

diccionario analógico

reparación de emergencia (es) - cerzidura, conserto - remiendo (es) - conservação, conversa, mantença, manutençãoέξοδα συντήρησης, συντήρηση - atadura, rapidinhaκαμωμένο γρήγορα, προχειροδουλειά - restauraçãoανάπλαση, αναβίωση, ανανέωση, αναπαλαίωση, αναστήλωση, αποκατάσταση - reconstruçãoανάπλαση, αναπαράσταση, ανασυγκρότηση - restitution (en)[Spéc.]

arranjar, consertar, emendar, repararδιορθώνω, επιδιορθώνω, φτιάχνω[Dérivé]

conserto (n.m.) • reparação (n.m.) • επανόρθωση (n.) • επισκευή (n.) • εργασία αποκατάστασης (n.) • καρίκωμα (n.) • ρύθμιση (n.)

-