Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
οργανισμός[ClasseHyper.]
οργανισμός[ClasseHyper.]
biology (en)[Domaine]
Organism (en)[Domaine]
ζωντανός οργανισμός, μορφή ζωής, ον[Hyper.]
βιώνω, ζω - οργανικός, που έχει σχέση με τα όργανα του σώματος - organic (en) - organismal, organismic (en)[Dérivé]
πληθυσμός[Desc]
benthos (en) - heterotroph (en) - άνθρωπος, άτομο, ανθρώπινο ον, θνητός, τύπος - δημιούργημα, ζώο, θεριό, θηρίο, κτήνος, ον - φυτό - conspecific (en) - denizen (en) - αμφίβιο - διπλοειδής οργανισμός - απλοειδής οργανισμός - ετεροαπλοειδής οργανισμός - πολυπλοειδής οργανισμός - ζωύφιο - μικροοργανισμός - αερόβιος οργανισμός - αναερόβιος οργανισμός - διασταύρωση, υβρίδιο - πολύμορφος οργανισμός - compañera de raza, compañero de raza, congénere (es) - πλαγκτόν - necton (es) - παράσιτο - ξενιστής - comensal (es) - mirmecófilo (es) - ευκαρυωτικός οργανισμός - προκαρυωτικός οργανισμός - ζωόφυτο - κλώνος - organismo atávico (es) - άτομο - γούρι, μασκότ - μετάλλαξη, μεταλλαγμένος οργανισμός - sitter (en) - stander, wood column (en) - utterer, vocaliser, vocalizer (en) - organismo no vascular (es) - είδος υπό εξαφάνιση - σαπρόφυτο - σαπρόβιος, σαπρόφιλος οργανισμός - καθαρόβιος οργανισμός - ζωή, τρόπος ζωής - γένος φυτών - dwarf (en) - parent (en) - native (en) - recombinant (en) - carrier (en) - postdiluvian (en) - αμανίτης, μανιτάρι, μύκης, μύκητας[Spéc.]
βιώνω, ζω - organismal, organismic (en) - organic (en) - οργανικός, που έχει σχέση με τα όργανα του σώματος[Dérivé]
κύτταρο - μέρος σώματος[Desc]
ιστός[Element]
bioluminescent (en) - κυτταρικός - actinal (en) - ζυγωτής - parthenote (en) - οργανική χημεία - estrato (es) - μεταβολισμός - morphogenesis (en)[Domaine]
οργανισμός (n.m.)
-