Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
bom gosto — καλαισθησία - com bom gosto — καλαίσθητα - apreciação, gosto, sabor — γούστο, διάκριση, εκτίμηση, επιλεκτικότητα, προτίμηση, σεβασμός[Dérivé]
apreciação, gosto, sabor — γούστο, διάκριση, εκτίμηση, επιλεκτικότητα, προτίμηση, σεβασμός - bom gosto — καλαισθησία[Dérivé]
artístico, estético — καλαίσθητος - understated, unostentatious, unpretentious (en)[Similaire]
insípido — ακαλαίσθητος, κακόγουστος[Ant.]
bom gosto de (adj.) • καλαίσθητος (adj.) • καλόγουστος (adj.)
-