Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
qui a acquis une grande expérience[Classe]
compétent[Classe]
έμπειρα — de façon experte, expertement[Adv.]
έμπειρος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, εξπέρ, μετρ, σπεσιαλίστας — connaisseur, expert, spécialiste[CeQuiEst~]
επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα — habileté - κατάρτιση — pratique - γνώση, επάρκεια, ικανότητα, κατανόηση — grande compétence, maîtrise - δαημοσύνη, ειδημοσύνη — expertise - άσος, αστέρι, δεξιοτέχνης, ειδικός, πολύ καλός, φιλότεχνος — as, crack, expert, superstar, virtuose - επιδεξιότητα, ευχέρεια — adresse, facilité[Dérivé]
capable (adj.) • compétent (adj.) • qualifié (adj.) • έμπειρος (adj.) • γνώστης (adj.) • διπλωματούχος (adj.) • επιδέξιος (adj.) • ικανός (adj.) • καλός (adj.) • πεπειραμένος (adj.) • που διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα (adj.)
-