» 

diccionario analógico

odborněέμπειρα[Adv.]

expert, mistr, odborník, znalecέμπειρος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, εξπέρ, μετρ, σπεσιαλίστας[CeQuiEst~]

obratnost, zručnostεπιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα - technikaκατάρτιση - odborná znalost, odbornost, pochopeníγνώση, επάρκεια, ικανότητα, κατανόηση - δαημοσύνη, ειδημοσύνη - eso, jednička, kapacita, odborník, senzace, suverén, třída, virtuosάσος, αστέρι, δεξιοτέχνης, ειδικός, πολύ καλός, φιλότεχνος - cvik, obratnost, zručnostεπιδεξιότητα, ευχέρεια[Dérivé]

dobrý (adj.) • dovedný (adj.) • kvalifikovaný (adj.) • obratný (adj.) • odborný (adj.) • schopný (adj.) • šikovný (adj.) • umný (adj.) • zkušený (adj.) • zručný (adj.) • έμπειρος (adj.) • γνώστης (adj.) • διπλωματούχος (adj.) • επιδέξιος (adj.) • ικανός (adj.) • καλός (adj.) • πεπειραμένος (adj.) • που διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα (adj.)

-