Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
militar, servir (es) - weekend (en) - fazer férias, sair de férias — έχω αργίαν, έχω σχολήν, κάνω διακοπές - cumprir — εκτίνω, εκτίω - aparecer, estender, matar o tempo, passar, passar o tempo — περνώ, σκοτώνω την ώρα μου, συχνάζω - ficar, permanecer temporariamente, residir temporariamente, visitar — διαμένω, μένω σε κπ. ή κάπου για ένα διάστημα, παρεπιδημώ - invernar — διαχειμάζω, παραχειμάζω - veranear (es) - visitar uma favela ou bairro pobre[Spéc.]
fazer — διαθέτω χρόνο για, κάνω[Similaire]
fazer passar (v.) • passar (v.) • περνώ το χρόνο μου
-