» 

diccionario analógico

αποτυχία, παταγώδης αποτυχία, φιάσκοविफलता[Nominalisation]

failing, flunk (en) - bomba, pavo (es)[Dérivé]

fail (en) - उनुत्तीर्ण[Domaine]

περνώ, πετυχαίνω σεपरीक्षा इत्यादि में उत्तीर्ण होना, सफल होना[Ant.]

αποτυγχάνω  • αποτυγχάνω οικτρά  • αποτυγχάνω παταγωδώς (v.) • αποτυγχάνω σε εξέταση (v.) • δεν καταφέρνω (v.) • εγκαταλείπομαι  • ματαιώνομαι  • ναυαγώ μτφ. (v.) • असफल होना (v.) • चूकना (v.) • छोड़ना  • नाकाम होना (adj.) • बुरी तरह नाकाम रहना (v.) • विपत्ति में पड़ना

-