Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
εγκρίνω, επιτρέπω — aprovar, deferir, sancionar[Hyper.]
στήριξη, συμπαράσταση, υποστήριξη — apoio - ενίσχυση, ενεργός υποστήριξη — proteção - επιδοκιμασία — endosso - υπερβολική αγγελία — aprovação, endosso - επικυρωτήσ — endossante - θαυμαστής, λάτρης, υποστηρικτής — apoiante, seguidor - de grande ajuda[Dérivé]
προσυπογράφω, συμφωνώ επίσημα, υποστηρίζω — aprovar[Domaine]
εγγυώμαι — apostar, garantir - μάχομαι για, προασπίζω, υπερασπίζομαι — defender[Spéc.]
στήριξη, συμπαράσταση, υποστήριξη — apoio - ενίσχυση, ενεργός υποστήριξη — proteção - επιδοκιμασία — endosso - υπερβολική αγγελία — aprovação, endosso - επικυρωτήσ — endossante - θαυμαστής, λάτρης, υποστηρικτής — apoiante, seguidor - de grande ajuda[Dérivé]
προσυπογράφω, συμφωνώ επίσημα, υποστηρίζω — aprovar[Domaine]
apoiar • aprovar (v.) • διαλέγω (v.) • τάσσομαι υπέρ (v.) • υποστηρίζω
-