» 

diccionario analógico

συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, φτιάχνω ομάδαagrupar-se - meet (en) - μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συλλέγω, συνάζω, συναθροίζω, συνενώνωcongregar-se, reunir-se - μαζεύομαιacompanhar a rainha, enxamear - οχυρώνομαι, συσσωρεύω - reunirse (es) - κινούμαι αγεληδόν, συγκεντρώνομαι, συρρέω, συρρέω με το πλήθοςir em bando - συνωστίζομαι, συνωστίζωapinhar, juntar-se - συγκλίνωconvergir - turn out (en) - συνεδριάζω - club (en)[Spéc.]

συνάθροιση, συναρμολόγηση, σύναξηassembléia, montagem, reunião - συγκέντρωσηreunião - συγκέντρωση, συνάθροιση, σύναξηreunião, trio - συγκέντρωσηfesta, reunião[Dérivé]

καλώ, προσκαλώchamar - reunir[Cause]

αναβάλλω, διακόπτω προσωρινάsuspender - βρίσκω, δέχομαι επισκέψεις, επισκέπτομαι, συναντώacertar, dar no alvo, encontrar, ver[Domaine]

reunir (v.) • reunir-se (v.) • μαζεύομαι (v.) • μαζεύω (v.) • συγκεντρώνομαι (v.) • συγκεντρώνω (v.)

-