» 

diccionario analógico

mandate, mandater (en) - δίνω ρόλοpřidělit - διορίζω, τοποθετώumístit - διανέμω ρόλουςobsadit film, obsadit hru - delegar (es) - task (en) - βάζω σε συγκεκριμένη κατάστασηdostat, nastěhovat - κατατάσσω - přeložit, převést - αναθέτω, εξουσιοδοτώ, ορίζωdelegovat, pověřit, přidělit - mandate (en) - προάγω, προβιβάζωpovýšit - υποβιβάζωdegradovat - place (en) - βάζω, διορίζω[Spéc.]

ανάθεση εργασίας, διορισμόςdosazení, jmenování - delegacy (en) - έργο, αποστολή, εντεταλμένο έργο, καθήκον, υποχρέωσηúkol, úloha - ανάθεσηdelegace - αντιπροσωπεία, αποστολή, επιτροπήdelegace, deputace, mise - αντιπρόσωποςdelegát[Dérivé]

delegovat (v.) • naložit (v.) • přidělit (v.) • rozdělit (v.) • stanovit  • svěřit (v.) • uložit (v.) • určit  • zadat (v.) • διορίζω  • εξουσιοδοτώ (v.) • κάνω (v.) • ορίζω (v.)

-