Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
έχω — poseer, tener[Hyper.]
διατήρηση, κράτηση, παρακράτηση, συγκράτηση — retención[Dérivé]
κρατάω, κρατώ, τηρώ έτσι όπως πρέπει — cumplir, tener[Domaine]
εγκαταλείπω — perder[Ant.]
carry over, hold over (en) - αποκηρύσσω, αποκρούω, αποποιούμαι, απορρίπτω, αρνούμαι, δεν εγκρίνω, διαψεύδω — negar, negar a algo a alguien - παρακρατώ - αποταμιεύω, βάζω στην άκρη, βάζω στην άκρη για το μέλλον, διατηρώ — ahorrar, apartar, conservar, economizar, guardar, guardar dinero, preservar, reservar, resguardar - αποθηκεύω, μαζεύω, συσσωρεύω, φυλάγω για ώρα ανάγκης — acumular, ahorrar, almacenar, atesorar, dejar, guardar, guardar algo, meter, reservar, tener algo de reserva - almacenar, guardar - διατηρώ, κρατώ, συγκρατώ — conservar, retener - harbor, harbour (en)[Spéc.]
διατήρηση, κράτηση, παρακράτηση, συγκράτηση — retención[Dérivé]
κρατάω, κρατώ, τηρώ έτσι όπως πρέπει — cumplir, tener[Domaine]
αποκρύπτω, αρνούμαι, αρνούμαι να δώσω, κατακρατώ, παρακρατώ, συγκρατώ — negar, rehusar, retener[Analogie]
εγκαταλείπω — perder[Ant.]
conservar (v. trans.) • detentar (v.) • guardar (v.) • mantener (v. trans.) • retener (v. trans.) • δε δίνω (v.) • διατηρώ (v.) • κρατώ (v.) • φυλάγω (v.)
-