» 

diccionario analógico

carry over, hold over (en) - αποκηρύσσω, αποκρούω, αποποιούμαι, απορρίπτω, αρνούμαι, δεν εγκρίνω, διαψεύδωnegar, negar a algo a alguien - παρακρατώ - αποταμιεύω, βάζω στην άκρη, βάζω στην άκρη για το μέλλον, διατηρώahorrar, apartar, conservar, economizar, guardar, guardar dinero, preservar, reservar, resguardar - αποθηκεύω, μαζεύω, συσσωρεύω, φυλάγω για ώρα ανάγκηςacumular, ahorrar, almacenar, atesorar, dejar, guardar, guardar algo, meter, reservar, tener algo de reserva - almacenar, guardar - διατηρώ, κρατώ, συγκρατώconservar, retener - harbor, harbour (en)[Spéc.]

διατήρηση, κράτηση, παρακράτηση, συγκράτησηretención[Dérivé]

κρατάω, κρατώ, τηρώ έτσι όπως πρέπειcumplir, tener[Domaine]

αποκρύπτω, αρνούμαι, αρνούμαι να δώσω, κατακρατώ, παρακρατώ, συγκρατώnegar, rehusar, retener[Analogie]

εγκαταλείπωperder[Ant.]

conservar (v. trans.) • detentar (v.) • guardar (v.) • mantener (v. trans.) • retener (v. trans.) • δε δίνω (v.) • διατηρώ (v.) • κρατώ (v.) • φυλάγω (v.)

-