Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
γλιστράω, γλιστρώ — escorregar[Hyper.]
`σέρφιν`, ιστιοσανίδα, κυματοδρομία, περιήγηση στο διαδίκτυο, σέρφιγκ, σέρφινγκ — Surfe - ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκάει στην ακτή, ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκαέι στην ακ — espuma do mar, ressaca - αυτός που επιδίδεται σε σέρφιγκ - γουιντσέρφιγκ, ιστιοσανίδα, σανίδα του `σερφιν`, σανίδα του σέρφιγκ — Prancha de surfe, tábua a vela[Dérivé]
άθλημα, άθληση, αθλοπαιδιές, σπορ — desporto, esporte[Domaine]
κάνω γουιντσέρφιγκ — fazer windsurf[Spéc.]
`σέρφιν`, ιστιοσανίδα, κυματοδρομία, περιήγηση στο διαδίκτυο, σέρφιγκ, σέρφινγκ — Surfe - ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκάει στην ακτή, ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκαέι στην ακ — espuma do mar, ressaca - αυτός που επιδίδεται σε σέρφιγκ - γουιντσέρφιγκ, ιστιοσανίδα, σανίδα του `σερφιν`, σανίδα του σέρφιγκ — Prancha de surfe, tábua a vela[Dérivé]
deslizar (v.) • surfar (v.) • κάνω `σερφινγκ` (v.) • κάνω σέρφιγκ (v.) • σερφάρω (v.)
-