» 

diccionario analógico

fazer windsurfκάνω γουιντσέρφιγκ[Spéc.]

Surfe`σέρφιν`, ιστιοσανίδα, κυματοδρομία, περιήγηση στο διαδίκτυο, σέρφιγκ, σέρφινγκ - espuma do mar, ressacaο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκάει στην ακτή, ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκαέι στην ακ - αυτός που επιδίδεται σε σέρφιγκ - Prancha de surfe, tábua a velaγουιντσέρφιγκ, ιστιοσανίδα, σανίδα του `σερφιν`, σανίδα του σέρφιγκ[Dérivé]

deslizar (v.) • surfar (v.) • κάνω `σερφινγκ` (v.) • κάνω σέρφιγκ (v.) • σερφάρω (v.)

-