Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
escorregar — γλιστράω, γλιστρώ[Hyper.]
Surfe — `σέρφιν`, ιστιοσανίδα, κυματοδρομία, περιήγηση στο διαδίκτυο, σέρφιγκ, σέρφινγκ - espuma do mar, ressaca — ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκάει στην ακτή, ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκαέι στην ακ - αυτός που επιδίδεται σε σέρφιγκ - Prancha de surfe, tábua a vela — γουιντσέρφιγκ, ιστιοσανίδα, σανίδα του `σερφιν`, σανίδα του σέρφιγκ[Dérivé]
desporto, esporte — άθλημα, άθληση, αθλοπαιδιές, σπορ[Domaine]
fazer windsurf — κάνω γουιντσέρφιγκ[Spéc.]
Surfe — `σέρφιν`, ιστιοσανίδα, κυματοδρομία, περιήγηση στο διαδίκτυο, σέρφιγκ, σέρφινγκ - espuma do mar, ressaca — ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκάει στην ακτή, ο αφρός που δημιουργείται από το κύμα που σκαέι στην ακ - αυτός που επιδίδεται σε σέρφιγκ - Prancha de surfe, tábua a vela — γουιντσέρφιγκ, ιστιοσανίδα, σανίδα του `σερφιν`, σανίδα του σέρφιγκ[Dérivé]
deslizar (v.) • surfar (v.) • κάνω `σερφινγκ` (v.) • κάνω σέρφιγκ (v.) • σερφάρω (v.)