» 

diccionario analógico

ταξιδεύω με θαλαμήγον - deslocar-se com altivez, navegar, velejar, viajar, viajar de barcoανοίγω, ανοίγω πανιά, αποπλέω, διασχίζω τη θάλασσα με πλοίο, κάνω πανιά, κινούμαι σταθερά και άνετα, οδηγώ, πλέω, ταξιδεύω με πανιά, ταξιδεύω με πλοίο - remarκάνω κουπί, κωπηλατώ - navegarκάνω κανό - kayak (en) - chapinhar, patejarκωπηλατώ - motorboat (en)[Spéc.]

desporto de iateιστιοπλοΐα, κάνω ιστιοπλοϊα, κάνω κρουαζιέρα με κότερο, ταξίδι αναψυχής με γιοτ - barco, Barcos, batel, bote, escaler, navio, naviosβάρκα, λέμβος - barqueiro, timoneiroβαρκάρης, λέμβαρχος[Dérivé]

boat-race (en)[Domaine]

passear de barco (v.) • πάω βαρκάδα (v.) • πλέω (v.) • ταξιδεύω (v.)

-