» 

diccionario analógico

πετάω με αυτόματο πιλότο - πετώ - πετώ χωρίς συμπιλότο - εκτελώ δοκιμαστική πτήση - πιλοτάρω τζετ - πετώ με ανεμόπτερο, ταξιδεύω με ανεμόπτεροsegelfliegen, segeln - πετώ με υδροπλάνο - πετάω με αερόστατοeine Ballonfahrt machen - κάνω χαμηλή πτήση - Drachen fliegen[Spéc.]

πέταγμα, πτήσηFliegen, Flugsport - pilotage, piloting (en) - ναυσιπλοΐαNautik, Navigationstalent, Schiffahrtskunde - αεροναυπηγική, αεροπορίαFlugzeugindustrie, Luftfahrt - aviation (en) - πιλότοςFlieger, Fliegerin - κυβερνήτης, πιλότος, πλοηγός, χειριστήςFlieger, Flugzeugführer, Pilot, Pilotin[Dérivé]

sailplane, soar (en) - μεταφέρω αεροπορικώς - πετάω, πετώfliegen, jetten - πετώ[Domaine]

führen (v.) • διευθύνω (v.) • κυβερνώ (v.) • πετώ (v.) • πιλοτάρω (v.) • πλοηγώ (v.) • χειρίζομαι (v.)

-