» 

diccionario analógico

circulate, mobilise, mobilize (en) - trasladar (es) - εξαρθρώνω, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι - απεικονίζω - θέτω, τοποθετώ στη θέση καθήκοντος - agitate, commove, disturb, raise up, shake up, stir up, vex (en) - δίνω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, μεταφέρω, παραδίδω, πασσάρω - περνώ από χωνί, συγκεντρώ - δονώ, επισείω, κραδαίνω, πάλλω, σείω - τραβώ - κουβαλώ, μεταφέρω - arrastrar, remolcar (es) - ανακατεύω, ανακατώνω - βάζω, ποζάρω, τοποθετώ - απασχολώ, βάζω ταχύτητα - εξωθώ, κινώ προς τα μπρος, προωθώ - λανσάρω, ξεκινώ, προωθώ - διπλώνω, τυλίγω - ξετυλίγομαι, ξετυλίγω - στριμώχνομαι, στριμώχνω - work (en) - εκχέω, εκχύνω, χύνω - ξεχειλίζω, πλατσαρίζω, τσαλαβουτώ, χύνομαι, χύνω - ανατρέπω - διαχωρίζω, κρατώ κτ. χωριστά, ξεχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω κτ. σε μέρη - ξεριζώνω - depress, press down (en) - alzar, descolgar, elevar, levantar (es) - flick, riffle, ruffle (en) - work (en) - take back (en) - centrar (es) - pump (en) - σκανάρω - bump around, jar, shake up (en) - νανουρίζω - γυρίζω, περιστρέφω, στριφογυρίζω - μετακινώ βίαια, σπρώχνω - κουνιέμαι, λικνίζομαι - fluctuar (es) - pulse (en) - αλλάζω θέση, αλλάζω κατεύθυνση, μετακινώ, μετατοπίζω, ξεκολλώ - γλιστρώ - ανακατεύω - play (en) - αναποδογυρίζω, ανατρέπω, ρίχνω, τουμπάρω - μεταφέρω - διευθύνω, κατευθύνω, μετακινώ κτ. με ταχύτητα, οδηγώ, προσανατολίζω, στέλνω - μεταφέρω - saltate (en) - κατεβάζω, χαμηλώνω - ανεβάζω, σηκώνω, υψώνω - ανυψώνω, υψώνω - αφήνω κτ. να πέσει, μου πέφτει κτ. από τα χέρια, ρίχνω - βουλιάζω, βυθίζω, εισδύω, καταποντίζω, χώνομαι, χώνω - μεταφέρω - απομακρύνω, αποπέμπω, απωθώ, διαλύω, διώχνω, διώχνω κπ. τρομάζοντάς τον, εκδιώκω - μεταθέτω, μετατίθεμαι, μετατοπίζω, μεταφέρω - displace (en) - agolparse, apiñar, meter (es) - circulate (en) - διανέμω, κατανέμω, μοιράζω - διώχνω, εκβάλλω, εκδιώκω - πάω, πηγαίνω - race, rush (en) - whoosh, woosh (en) - ξεχύνομαι, ρέω - extraer (es) - atraer la atención del público a costa de alguien (es) - λικνίζω, ταλαντεύω - γυρίζω - γυρίζω, περιστρέφω - γυρίζω - γλιστρώ - τρέχω - whistle (en) - ανεμίζω, κυματίζω, φτεροκοπώ - singsong (en) - σπρώχνω απότομα, σπρώχνω βίαια - παρασύρω, παρασύρω με νερό - rake (en) - llevarse (es) - drag (en) - έλκω, τραβώ - lateralize (en) - translate (en) - hit, strike (en) - αλλάζω ιδιοκτήτη, αλλάζω χέρι - μεταβιβάζω - αποβάλλω - ακολουθώ, παίρνω - slip (en) - sling (en) - déplacer (fr)[Spéc.]

déplaçable (fr)[QuiPeutEtre]

cabeceo, cambio de sitio, desplazamiento, traslado (es)[Nominalisation]

αλλαγή θέσης, κίνηση - μετακίνηση - empresa de mudanzas, mudanza (es) - κτ. για να που χρησιμοποιείται απομακρύνει κτ. άλλο, κτ. που χρησιμοποιείται για να απομακρύνει, μεταφορέας[Dérivé]

λακτίζω - αίρω, βαστάζω, μεταφέρω, υποβαστάζω, φέρω - μεταφέρω - κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Domaine]

εκτοπίζω (v.) • μετακινώ (v.) • μετατοπίζω (v.)

-