Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
offenser qqn[Classe]
proférer des jurons[Classe]
σοκάρω; εξοργίζω; προσβάλλω; σκανδαλίζω — faire scandale[ClasseHyper.]
maltraiter qqn[Classe]
provoquer en duel[Classe]
(επιφυλακτικότητα; συστολή) — pudeur[termes liés]
αηδιάζω — écœurer, rendre malade[Hyper.]
outrage[GenV+comp]
σκάνδαλο — outrage, scandale - βρόμα, δυσφήμιση, κακόβουλο σχόλιο, κουτσομπολιό — ragots - ξέσπασμα της λαϊκής αγανάκτησης, σκάνδαλο, όνειδος — scandale - αποχαύνωση, αφηρημάδα, παραζάλη, σάστισμα, σοκ — état de choc, stupéfaction, stupeur - αγανάκτηση — indignation - κπ. ή κτ. που προκαλεί μεγάλη αναστάτωση — horreur - αηδιαστικός — mauvais, repoussant - dégoûtant, dégueulasse - αηδιαστικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός — écœurant, nauséeux[Dérivé]
outrageant[Qui~]
σκάνδαλο — outrage, scandale - βρόμα, δυσφήμιση, κακόβουλο σχόλιο, κουτσομπολιό — ragots - ξέσπασμα της λαϊκής αγανάκτησης, σκάνδαλο, όνειδος — scandale - αποχαύνωση, αφηρημάδα, παραζάλη, σάστισμα, σοκ — état de choc, stupéfaction, stupeur - αγανάκτηση — indignation - κπ. ή κτ. που προκαλεί μεγάλη αναστάτωση — horreur - dégoûtant, dégueulasse - αηδιαστικός — mauvais, repoussant[Dérivé]
outrager (v. trans.) • scandaliser (v. trans.) • εξοργίζω (v.) • προσβάλλω (v.) • σκανδαλίζω (v.) • σοκάρω (v.)
-