» 

diccionario analógico

offenser qqn[Classe]

proférer des jurons[Classe]

σοκάρω; εξοργίζω; προσβάλλω; σκανδαλίζωfaire scandale[ClasseHyper.]

maltraiter qqn[Classe]

provoquer en duel[Classe]

(επιφυλακτικότητα; συστολή)pudeur[termes liés]

αηδιάζωécœurer, rendre malade[Hyper.]

outrage[GenV+comp]

σκάνδαλοoutrage, scandale - βρόμα, δυσφήμιση, κακόβουλο σχόλιο, κουτσομπολιόragots - ξέσπασμα της λαϊκής αγανάκτησης, σκάνδαλο, όνειδοςscandale - αποχαύνωση, αφηρημάδα, παραζάλη, σάστισμα, σοκétat de choc, stupéfaction, stupeur - αγανάκτησηindignation - κπ. ή κτ. που προκαλεί μεγάλη αναστάτωσηhorreur - αηδιαστικόςmauvais, repoussant - dégoûtant, dégueulasse - αηδιαστικός, δυσάρεστος, ενοχλητικόςécœurant, nauséeux[Dérivé]