» 

diccionario analógico

infect (en) - αιφνιδιάζω, εκπλήσσω, ξαφνιάζω - αφήνω τα σημάδια μου, διακρίνομαι, εντυπωσιάζω, εντυπώνω, σημαδεύω - awaken (en) - engrave (en) - αποσβολώνω, αφήνω άναυδο, αφήνω κπ. άναυδο - zap (en) - jar (en) - χτυπώ εκεί που πονάει - smite (en) - μελαγχολώ - pierce (en) - επιδεικνύω - sweep away, sweep off (en) - αναστατώνω, προκαλώ ταραχή, συγχύζω κπ. - conmover, revolver (es) - συγκινώ - θλίβομαι, θλίβω - εμφανίζομαι - alienate (en)[Spéc.]

εμφανής, εντυπωσιακός, επικρατέστερος, κυριότερος - συγκινητικός[Qui~]

frappé (fr)[QuiSubit~]

στοργή, συγκίνηση - ναυτολογήσιμοσ - εντυπωσιακός[Dérivé]

βάζω, παρακινώ, σπρώχνω, ωθώ - μου έρχεται[Domaine]

δίνω την εντύπωση  • συγκινώ (v.) • φαίνομαι

-