Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
peindre, composer une peinture (art) (fr)[Classe]
αναπαριστώ, απεικονίζω[Hyper.]
ζωγραφική - βαφή, υδατόχρωμα - εικόνα, ζωγραφιά, πίνακας, πίνακας ζωγραφικής - ζωγράφος, μπογιατζής[Dérivé]
επιδιορθώνω[Spéc.]
ζωγραφική[Nominalisation]
βαφή, υδατόχρωμα - εικόνα, ζωγραφιά, πίνακας, πίνακας ζωγραφικής - ζωγράφος, μπογιατζής[Dérivé]
ilustrar (es)[Domaine]
ζωγραφίζω (v.)
-