» 

diccionario analógico

wreathe (en) - beset, encrust, incrust (en) - tranzar, trenzar, trenzarse (es) - κεντώ - stick (en) - εικονογραφώ - enguirnaldar (es) - fledge, flight (en) - bespangle, spangle (en) - foliate (en) - flag (en) - επιστρώνω, στολίζω - bead (en) - pipe (en) - applique (en) - gild the lily, paint the lily (en) - ποικίλλω - adornar con frunces, fruncir (es) - αναρτώ - prank (en) - tinsel (en) - tart up (en) - stucco (en) - ανακαινίζω, στολίζω πάλι - cubrir con madera, enmaderar, revestir de madera (es) - κατακοσμώ, καταπονώ, ξυλοκοπώ - filet, fillet (en) - scallop (en) - bedizen (en) - dress ship (en) - γαρνίρω - διακοσμώ, στολίζω - διακοσμώ, στολίζω, φοπτώνω με στολίδια - festonear (es) - βερνικώνω, σμαλτώνω - διαποικιλλώ, ψηφίδω - λουστράρω, περνώ με βερνίκι - επιχρυσώνω - ilustrar (es) - διακοσμώ, διαφημίζω, εξυμώω - μπογιατίζω, χρωματίζω - fringe (en) - fret (en) - landscape (en)[Spéc.]

καλλωπισμόσ - διακόσμηση, στολισμός - adorno (es) - διακοσμητικό στοιχείο, διακόσμηση, καλλωπισμός, ωραιοποίηση - διακοσμητικό αντικείμενο, στολίδι, στολισμός - διακόσμηση - beauty (en) - χάρη - διακοσμητής[Dérivé]

διακοσμώ, κοσμώ, ομορφαίνω[Domaine]

καλλωπίζω (v.) • ομορφαίνω (v.)

-