Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
κατευθύνω, σημαδεύω, σκοπεύω, στρέφω — richten, zielen[Hyper.]
σκοπός, στόχευση — Zielen - αντικειμενικός σκοπός, στόχος — Ziel, Zielscheibe - μέρος, σημείο, τοποθεσία, τόπος — der Raum, die Stelle, Fleck, Ort, Stelle - στόχος κυνηγιού ή αναζήτησης — Beute[Dérivé]
απευθύνω — richten - home in, range in, zero in (en)[Spéc.]
σκοπός, στόχευση — Zielen - αντικειμενικός σκοπός, στόχος — Ziel, Zielscheibe - μέρος, σημείο, τοποθεσία, τόπος — der Raum, die Stelle, Fleck, Ort, Stelle - στόχος κυνηγιού ή αναζήτησης — Beute[Dérivé]
ausrichten (v. trans.) • hinlenken (v.) • richten (v. trans.) • στοχεύω (v.)
-