» 

diccionario analógico

accorder ses faveurs, donner - accepterαναλαμβάνω, δέχομαι, συμφωνώ - settle (en) - contract in (en) - approuver, autoriser, permettreαφήνω, επιδοκιμάζω, επιτρέπω, υποστηρίζω - avouer vaincu, céder, se soumettreδέχομαι παρά τη θέλησή μου, παραδίνομαι, υποτάσσομαι, υποχωρώ, υποχωρώ μετά από πίεση - charger, endosserαναλαμβάνω, αναλαμβάνω την ευθύνη[Spéc.]

acceptation - acceptation[Nominalisation]

acceptable, raisonnableδικαιολογημένος, ευάρεστος, ικανοποιητικός, λογικός, τίμιος[QuiPeutEtre]

acceptant[Qui~]

adoptionαποδοχή, υιοθεσία - accession, consentement - acceptation[Dérivé]

refuserαποποιούμαι, απορρίπτω, αρνούμαι[Ant.]

accepter (v. trans.) • dire oui (v. trans.) • συγκατατίθεμαι (v.)

-