Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
boisterousness (en) - ανεμώδεσ, ισχυρός άνεμος, κομπαστικότησ, κομπαστικότητα — estado ventoso - ανεμοζάλη, ανεμοθύελλα, εκρηκτικότητα, κατάσταση θύελλας — cualidad de tempestuoso, tempestad - θάλασσα, θαλασσοταραχή, τρικυμία, φουρτούνα — agitación del mar[Spéc.]
θυελλώδης, που προμηνύει καταιγίδα, τρικυμμιώδης — de tormenta, tormentoso[Dérivé]
tempestuosidad (n.) • θυελλώδης κατάσταση (n.) • θύελλα (n.) • κατάσταση θυέλλης (n.)
-