» 

diccionario analógico

τσάρος[Spéc.]

αυταρχισμός, αυτοκρατορική εξουσία, δικτατορίαautarquía, autocracia - δικτατορία, η εξουσία του δικτάτορα, ολοκληρωτισμόςabsolutismo, autoritarismo, despotismo, dictadura, tiranía, totalitarismo - despotat (fr) - agobiar, desgastar, oprimir, pulverizar - δεσποτικός, τυραννικόςdespótico[Dérivé]

απολυταρχικός, αυταρχικός, δεσποτικόςautocrático, autoritario, despótico[Rel.App.]

απολυταρχικός, αυταρχικός, δεσποτικός, τυραννικόςdespótico[Rel.Prop.]

καταδυναστεύωregir, tiranizar[GenV+comp]

αυταρχισμός, δεσποτισμός, τυραννίαabsolutismo, despotismo, tiranía[Propriété~]

autócrata (n.) • déspota (n.) • tirana (n.f.) • tirano (n.m.) • αυτοκράτορας (n.) • δυνάστης (n.) • τύραννος (n.)

-