Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.016s
turista; veraneante; (adjetivo) turístico; excursionista — τουρίστας; εκδρομέας; επισκέπτης αξιοθεάτων; περιηγητής[ClasseHyper.]
viajero — ταξιδιώτης[Hyper.]
recorrer, viajar, viajar por, visitar — βλέπω, γυρίζω, επισκέπτομαι μέσα σε συγκεκριμένο διάστημα, καλύπτω, περιηγούμαι, περιοδεύω - turismo — tourismos, επίσκεψη αξιοθεάτων, τουρισμός - circuito, excursión, recorrido, viaje — γύρος, διαδρομή, κυκλική διαδρομή, περιήγηση - turístico — τουριστικόσ[Dérivé]
excursionista — εκδρομέασ[Spéc.]
recorrer, viajar, viajar por, visitar — βλέπω, γυρίζω, επισκέπτομαι μέσα σε συγκεκριμένο διάστημα, καλύπτω, περιηγούμαι, περιοδεύω - circuito, excursión, recorrido, viaje — γύρος, διαδρομή, κυκλική διαδρομή, περιήγηση - turismo — tourismos, επίσκεψη αξιοθεάτων, τουρισμός[Dérivé]
excursionista (n.) • turista (n.) • veraneante (n.m.f.) • εκδρομέας (n.) • επισκέπτης αξιοθεάτων (n.) • περιηγητής (n.) • τουρίστας (n.m.)
-