Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
Erzähler; Erzählerin — διηγηματολόγοσ; ανεκδοτολόγοσ; καλόσ αφηγητήσ; αφηγητής; ανιστορητής; αφηγητής ιστορίας[ClasseHyper.]
person (en)[Domaine]
agent (en)[Domaine]
Redner, Rednerin — ομιλητής[Hyper.]
berichten, erzählen, im einzelnen erzählen — αφηγούμαι, διηγούμαι, εξιστορώ, εξιστορώ με λεπτομέρειες - aufsagen, sagen, vorbringen — επαναλαμβάνω, λέω, προβλέπω, υπολογίζω[Dérivé]
Erzähler, Erzählerin — ανεκδοτολόγοσ, διηγηματολόγοσ, καλόσ αφηγητήσ - Fabulant — μυθογράφοσ - griot (en)[Spéc.]
berichten, erzählen, im einzelnen erzählen — αφηγούμαι, διηγούμαι, εξιστορώ, εξιστορώ με λεπτομέρειες - aufsagen, sagen, vorbringen — επαναλαμβάνω, λέω, προβλέπω, υπολογίζω[Dérivé]
Erzähler (n.m.) • Erzählerin (n.f.) • ανιστορητής (n.) • αφηγητής (n.) • αφηγητής ιστορίας (n.)
-