Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.015s
συγγενής[ClasseHyper.]
άνθρωπος, άτομο, ανθρώπινο ον, θνητός, τύπος[Hyper.]
φάρα, φατρία[membre]
σχέσεις, σχέση, σχέση μεταξύ προσώπων - οικογενειακή σχέση, συγγένεια - σχέση[Dérivé]
πρόγονος - ξάδελφος, ξαδέλφη, ξαδερφός, πρώτη ξαδέλφη, πρώτος ξάδελφος - απόγονος - από νέο γάμο, εξ αγχιστείας συγγενής, συγγενής εξ αγχιστείας - αίμα - οικογένεια - línea materna (es) - línea paterna (es) - συγγενής - συγγενής - kissing cousin, kissing kin (en) - οι πλησιέστεροι συγγενείς - απόγονος - δεύτερη ξαδέλφη, δεύτερος ξάδελφος - αμφιθαλήσ αδελφόσ, εν εκ των τεκνών - σύζυγος - συμπέθερος - cuscru (ro) - cuscru (ro) - κουμπάρος - κουμπάρα - πρόγονος[Spéc.]
σχέση - οικογενειακή σχέση, συγγένεια - σχέσεις, σχέση, σχέση μεταξύ προσώπων[Dérivé]
-