Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
person (en)[Domaine]
Human (en)[Domaine]
άνθρωπος, άτομο, ανθρώπινο ον, θνητός, τύπος[Hyper.]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω[Dérivé]
ηλικιακή ομάδα - αδελφότητα, λέσχη, σωματείο, όμιλος - γενεαλογία, γενεαλογικό δένδρο, καταγωγή, πρόγονοι - νομοθετικός, νομοθετικό σώμα - πληθυσμός - κοινό - μουσικό συγκρότημα, μπάντα μουσικής[Desc]
ασθενής, νοσηλευόμενος, περίπτωση[Spéc.]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω[Dérivé]
-