Contenido de sensagent
investigaciones anteriores en el diccionario :
computado en 0.0s
métier : arts (fr)[Classe]
métier : transformation (secondaire) (fr)[ClasseParExt...]
καλλιτέχνης; καλλιτέχνης του θεάματος[ClasseHyper.]
art (en)[Domaine]
Human (en)[Domaine]
δημιουργός[Hyper.]
δεξιοτεχνία, δημιούργημα, επιτηδειότητα, τέχνη[PersonneQuiFait]
δεξιοτεχνία, καλές τέχνες, τέχνη - δεινότητα, ικανότητα, καλλιτεχνικό αισθητήριο - εικονογράφηση - καλλιτεχνικός, που διαθέτει καλλιτεχνική φλέβα - artistic (en)[Dérivé]
εικονογράφος - clásico (es) - clasicista (es) - constructivist (en) - διακοσμητής - σχεδιάστρια - εγκαίων με οξέα, χαράκτησ - εξπρεσιονιστήσ - μαέστρος - minimalist (en) - νεωτεριστήσ - μουσικός - ζωγράφος, μπογιατζής - φωτογράφος - pre-rafaelita (es) - artista grafica, artista grafico, artista gráfico, grafista (es) - πυρογράφοσ - romántico (es) - γλύπτης - estilista (es) - σουρεαλιστήσ, υπερρεαλιστήσ - simbolista (es) - müzehhip, tezhipçi (tr) - Arp, Hans Arp, Jean Arp (en) - Audubon, John James Audubon (en) - Duchamp, Marcel Duchamp (en) - Al Hirschfeld, Hirschfeld (en) - Indiana, Robert Indiana (en) - Jasper Johns, Johns (en) - Edward Lear, Lear (en) - Louis Comfort Tiffany, Tiffany (en)[Spéc.]
artísticamente (es)[Adv.]
artistic (en) - εικονογράφηση - δεινότητα, ικανότητα, καλλιτεχνικό αισθητήριο - δεξιοτεχνία, καλές τέχνες, τέχνη - δεξιοτεχνία, δημιούργημα, επιτηδειότητα, τέχνη[Dérivé]
καλλιτέχνης (n.) • καλλιτέχνης του θεάματος (n.)
-