» 

diccionario analógico

εικονογράφος - clásico (es) - clasicista (es) - constructivist (en) - διακοσμητής - σχεδιάστρια - εγκαίων με οξέα, χαράκτησ - εξπρεσιονιστήσ - μαέστρος - minimalist (en) - νεωτεριστήσ - μουσικός - ζωγράφος, μπογιατζής - φωτογράφος - pre-rafaelita (es) - artista grafica, artista grafico, artista gráfico, grafista (es) - πυρογράφοσ - romántico (es) - γλύπτης - estilista (es) - σουρεαλιστήσ, υπερρεαλιστήσ - simbolista (es) - müzehhip, tezhipçi (tr) - Arp, Hans Arp, Jean Arp (en) - Audubon, John James Audubon (en) - Duchamp, Marcel Duchamp (en) - Al Hirschfeld, Hirschfeld (en) - Indiana, Robert Indiana (en) - Jasper Johns, Johns (en) - Edward Lear, Lear (en) - Louis Comfort Tiffany, Tiffany (en)[Spéc.]

artísticamente (es)[Adv.]

artistic (en) - εικονογράφηση - δεινότητα, ικανότητα, καλλιτεχνικό αισθητήριο - δεξιοτεχνία, καλές τέχνες, τέχνη - δεξιοτεχνία, δημιούργημα, επιτηδειότητα, τέχνη[Dérivé]

καλλιτέχνης (n.) • καλλιτέχνης του θεάματος (n.)

-